σχετικά άρθρα
|
28.11.2010 00:00
Δασική δύναμη σε εγκατάλειψη Το απέραντο ρωσικό δάσος δεν μπορεί να ζήσει χωρίς φροντίδα στην εποχή της εκμετάλλευσηςΤις πρώτες ημέρες του Αυγούστου 2010, ένας μπλόγκερ από το Τβερ ασκεί έντονη κριτική στον ρώσο πρωθυπουργό Βλαντιμίρ Πούτιν: ενώ το χωριό του είναι παραδομένο στις φλόγες, υπενθυμίζει τον παλιό καλό καιρό της Σοβιετικής Ενωσης, όταν, για την αντιμετώπιση των πυρκαγιών διέθεταν μια καμπάνα, μια στέρνα κι έναν δασοφύλακα εξοπλισμένο μ' ένα φτυάρι κι ένα κασκέτο με το έμβλημα της κρατικής υπηρεσίας προστασίας των δασών.
Κατά κανόνα, οι περιβαλλοντικές καταστροφές οφείλονται σε καταστάσεις γνωστές στους επιστήμονες. Αυτή του καλοκαιριού του 2010, της οποίας την έκταση αγνοούμε ακόμα -τόσο ως προς το μέγεθος όσο και ως προς τον αριθμό των θυμάτων- δεν αποτελεί εξαίρεση. Μερικές από τις αιτίες αυτής της καταστροφής προσδιορίζονται εύκολα: ένας σπάνιος καύσωνας στην κεντρική Ρωσία και ένα άνευ προηγουμένου αναποτελεσματικό σύστημα διαχείρισης της κρίσης, που θέτει υπό αμφισβήτηση την πρόσφατη σχετική νομοθεσία. Η διάλυση της ΕΣΣΔ, το 1991, σήμανε την έναρξη ενός αγώνα δρόμου για την απόσυρση της κεντρικής εξουσίας. Σε πρώτη φάση, η εξασθένηση του μηχανισμού προστασίας των δασών αντιστοιχούσε στην οικονομική κρίση που ακολούθησε τη σοβιετική κατάρρευση. Ηδη το 1993, ένας κανονισμός επέτρεπε στους 150.000 δασικούς υπαλλήλους που υπάγονται στην Ομοσπονδιακή Υπηρεσία Δασών να κόψουν δέντρα, υπό προϋποθέσεις, και να εμπορευματοποιήσουν το προϊόν τους, προκειμένου να συμψηφίσουν τα έσοδά τους με τους μισθούς -που δεν είχαν καταβληθεί- και τις συνήθεις χρηματοδοτήσεις που είχαν διακοπεί. Στα χρόνια που ακολούθησαν, η δραστηριότητα αυτή έμελλε να πάρει προβάδισμα, αντικαθιστώντας πολλές φορές την υπηρεσία της προστασίας. Το 2000, η δασοπροστασία, ήδη αποδιοργανωμένη σε σημαντικό βαθμό, τέθηκε υπό την εποπτεία του υπουργείου Φυσικών Πόρων. Η μεταφορά εντασσόταν σε ένα γενικότερο σχέδιο διάλυσης του υπουργείου Περιβάλλοντος, το οποίο είχε ιδρυθεί με αρκετή καθυστέρηση το 1988, από τον Μιχαήλ Γκορμπατσόφ. Η δημιουργία του αντιπροσώπευε ωστόσο μια ρήξη με το παρελθόν, καθώς εισήγαγε τον σαφή διαχωρισμό μεταξύ των λειτουργιών της εκμετάλλευσης των φυσικών πόρων και της προστασίας του περιβάλλοντος. Η υπαγωγή της δασικής υπηρεσίας και του υπουργείου Περιβάλλοντος στον θεσμό που είναι επιφορτισμένος με την εκμετάλλευση των φυσικών πόρων, σηματοδοτεί, αφενός το τέλος μιας εφήμερης απόπειρας διαχωρισμού των εξουσιών, αφετέρου την πολιτική του Πούτιν για την ανάκαμψη της ρωσικής οικονομίας στη βάση της εκμετάλλευσης των πετρελαιοειδών, χωρίς περιβαλλοντικούς περιορισμούς και ελέγχους. ΤΑ ΠΥΡΟΣΒΕΣΤΙΚΑ Σε ό,τι δε αφορά την ανεπάρκεια του στόλου των πυροσβεστικών αεροσκαφών -που αναδείχθηκε το καλοκαίρι του 2010- απεικονίζει την υποβάθμιση των χωροταξικών υποδομών. Η Aviale-sookrhrana, η αεροπορική υπηρεσία προστασίας των δασών, διέθετε, το 1995, ένα επιχειρησιακό δυναμικό επτά χιλιάδων ανθρώπων. Το προσωπικό της μειώθηκε στους τρεις χιλιάδες το 2006. Από την πλευρά του, το υπουργείο Εκτάκτων Αναγκών παραπονούνταν ότι είχε παραλάβει μόνο τρία από τα επτά αεροσκάφη δασοπυρόσβεσης που είχε παραγγείλει για τη σεζόν του 2010. Σε αυτό το πλαίσιο, η εφαρμογή του δασικού κώδικα του 2007 συνιστά την τελευταία φάση μιας διαδικασίας απεμπλοκής της κεντρικής εξουσίας από την πρόληψη και την αντιμετώπιση των δασικών πυρκαγιών. Ο κώδικας αυτός προβλέπει τη μεταφορά των αρμοδιοτήτων του κράτους στις περιφέρειες και τις δημοκρατίες που υπάγονται στη Ρωσική Ομοσπονδία και, κυρίως, τον καταμερισμό της ευθύνης μεταξύ έξι υπουργείων, τα τρία από τα οποία είναι το υπουργείο Εκτάκτων Αναγκών, το υπουργείο Εσωτερικών και το υπουργείο Αμυνας. Οι περιφερειακές αρχές έχουν πλέον την πλήρη ευθύνη για τη διασφάλιση της μακροχρόνιας προστασίας του δάσους, τη διατήρηση των υποδομών σε καλή κατάσταση και τη σωστή λειτουργία του εξοπλισμού, την εκπόνηση σχεδίων δράσης, τη διασφάλιση των απαραίτητων μέσων (ακόμα και των απαραίτητων αποθεμάτων καυσίμων), την κινητοποίηση του πληθυσμού σε περίπτωση εκδήλωσης πυρκαγιάς και, φυσικά, την πυρόσβεση. Οι τοπικοί κυβερνήτες είχαν εξ αρχής δύο μείζονος σημασίας αντιρρήσεις: Εκτιμούσαν ότι οι διοικήσεις τους δεν ήταν έτοιμες να αναλάβουν τέτοιες ευθύνες και, κυρίως, φοβούνταν ότι ποτέ δεν θα είχαν στη διάθεσή τους τα απαραίτητα μέσα. Επιπροσθέτως, οι δασικοί, οι επιστήμονες και οι περιβαλλοντικές μη κυβερνητικές οργανώσεις αμφισβητούσαν την ορθότητα της διαχείρισης των δασών σε περιφερειακή κλίμακα. Αλλωστε, είναι γνωστό ότι οι πυρκαγιές αγνοούν τα διοικητικά όρια. Επιπλέον, όλα αυτά θέτουν το ζήτημα της οριζόντιας ανταλλαγής πληροφοριών, τεχνογνωσίας και ορθών πρακτικών μεταξύ περιοχών. Στην εποχή των δορυφορικών συστημάτων παρακολούθησης -μιας τεχνολογίας που απαιτεί γνώσεις τεχνολογιών αιχμής και μια ενοποιημένη οργάνωση σε εθνικό επίπεδο, ικανή να ενταχθεί σε παγκόσμια δίκτυα- οι περιφέρειες, που βρίσκονται ακόμα στην προδιαστημική εποχή, διαθέτουν όντως τα σωστά εργαλεία; Πέραν των προβλημάτων διαχείρισης, είμαστε υποχρεωμένοι να διαπιστώσουμε ότι τα ρωσικά δάση μπορούσαν να τύχουν καλύτερης διαχείρισης. Ο τομέας της ξυλείας και των παραγώγων της βρίσκεται εντούτοις σε μια παράδοξη κατάσταση: ενώ η Ρωσία διαθέτει το 23% των δασών στον πλανήτη, παράγει μόνο το 2% της ξυλείας. Οι λίγες ρωσικές εταιρείες που δραστηριοποιούνται στον τομέα επενδύουν ελάχιστα και έχουν χαμηλή παραγωγικότητα. Εξάλλου, ο πεπαλαιωμένος εξοπλισμός τους τις εμποδίζει να είναι ανταγωνιστικές στην παγκόσμια αγορά. Η ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑ Αυτό οφείλεται σε σημαντικό βαθμό στη σοβιετική κληρονομιά και στην πίστη σε ένα «απέραντο ρωσικό δάσος». Το υπουργείο Ξυλείας που, από τη δεκαετία του '30, ήταν ένας από τους ελάχιστους παραγωγικούς τομείς του συστήματος των γκουλάγκ, διέθετε, εκ των πραγμάτων, αποθέματα εργατικού δυναμικού σε μεγάλες συγκεντρώσεις, και μάλιστα δωρεάν. Λόγω της απουσίας κινήτρων για τον εκσυγχρονισμό, η πολιτική αυτή παρέμεινε πρακτικά χωρίς αλλαγές μέχρι το τέλος της Σοβιετικής Ενωσης. Ο προϋπολογισμός του υπουργείου, όπως άλλωστε και τα έσοδα από την ξυλεία, εξαρτιόνταν από την ποσότητα των δέντρων που είχαν κοπεί (και όχι από την ξυλεία που είχε εμπορευματοποιηθεί), πράγμα που εξηγεί γιατί μεγάλο μέρος της παραγωγής εγκαταλείπονταν επί τόπου. Τέλος, υπάρχει ένα ζήτημα που απασχολεί σοβαρά τους δασολόγους, τους ειδικούς σε θέματα δημόσιας υγείας και τους κλιματολόγους: είναι οι πυρκαγιές της τύρφης, τους τοξικούς καπνούς των οποίων υπέστησαν οι κάτοικοι της Μόσχας για πολλές ημέρες. Για άλλη μια φορά πρέπει να αναζητήσουμε τις αιτίες στη σοβιετική εποχή: οι τυρφώνες αποξηραίνονταν μαζικά μέχρι το 1980, για να αποδοθούν στη γεωργία. Το υπουργείο Βελτίωσης των Υδάτων αποξήραινε εκατομμύρια εκτάρια ελών, αφήνοντας ως είχε το στρώμα της τύρφης. Τίποτα δεν έχει γίνει από τότε και η τύρφη, εξαιρετικά εύφλεκτη, καίγεται κάθε καλοκαίρι εκλύοντας καπνούς επικίνδυνους για την υγεία, καθώς και αέρια που επιδεινώνουν το φαινόμενο του θερμοκηπίου. Οι επιστήμονες προτείνουν, εδώ και χρόνια, να καλυφθούν αυτοί οι τυρφώνες με νερό, με μεθόδους οι οποίες έχουν κάποιο κόστος. Προτείνουν, επίσης, ως πρώτο βήμα, τη δημιουργία ενός λεπτομερούς αρχείου των περιοχών υψηλού κινδύνου. Μέχρι σήμερα, τέτοιο αρχείο δεν υφίσταται για την περιοχή της Μόσχας... Θα χρειαστεί, άραγε, να περιμένουμε την επόμενη μεγάλη καταστροφή; *Ιστορικός του περιβάλλοντος στη Ρωσία, Centre d'Etudes des Mondes russe, caucasien et centre-europeen, CNRS-EHESS, Παρίσι.
short link:
|
Ποια είναι η γνώμη σας;