header Ελλάδα Κύπρος Ρωσία Κοινοπολιτεία Αθήνα
Θεσσαλονίκη
Λευκωσία
Αγία Πετρούπολη
Μόσχα
skyline
08.01.2017 02:38

Βότκα, χιόνι και ο μύθος δυναμώνει Λάμπρος Ζαχαρής


Ιανουάριος 2012 στην Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας. Περπατάω στις όχθες της παγωμένης Οχρίδας με την Έλενα, τον Γιούρα και την Ιωάννα. Έχω γλυτώσει από επικές γλίστρες σε παγωμένα σημεία αλλά επιπλέον έχω γίνει μπλε μαρέν από το κρύο, αν και ήμουν ντυμένος σαν εσκιμώος από το Βόρειο Πόλο. Με κοκκαλωμένα δάχτυλα, αναρωτιέμαι πόση να είναι η θερμοκρασία . Σταθερά στο μείον με κάποιες ελαφρές διακυμάνσεις σε κλίμακα υπό το μηδέν, έδειχναν τα (ψιλοάγνωστα σε εμάς ως τότε) smartphones του Γιούρα και της Ιωάννας. Γύρω μας όλα ήταν κατάλευκα, σκεπασμένα με χιόνι και έδιναν μια μοναχική και απόκοσμη αίσθηση στο μυστηριακό σκοπιανό τοπίο, που θα μπορούσε να είναι ελληνικό. Συμβάλλουν σε αυτό οι βυζαντινές εκκλησίες και το αρχαιοελληνικό θέατρο.  Άρχιζε να νυχτώνει όταν αποφασίσαμε να καθίσουμε σε κάποιο μαγαζί για ποτά καθώς επιβαλλόταν να ζεσταθούμε. 

 

 

(φωτό : Λίμνη Οχρίδα, χιονισμένη)

 

Η Ιωάννα και ο Γιούρα είχαν έρθει από τη Μόσχα στα Τρίκαλα για να επισκεφθούν φίλους και συγγενείς της Ιωάννας εντός και εκτός πόλης. Αμέσως μετά τις γιορτές βρεθήκαμε στη Θεσσαλονίκη και ανέβηκαν μαζί μας στα Σκόπια. Ζευγάρι Ελλήνων ομογενών της Ρωσίας με καταγωγή από την περιοχή της Θεσσαλίας και άπταιστη γνώση ρωσικών και ελληνικών. Ο Γιούρα δεν είχε ξαναέρθει τέτοια εποχή στην Ελλάδα και εντυπωσιάστηκε ιδιαίτερα από τα "Ρογκατσάρια" που είδαν, το πανάρχαιο παγανιστικό έθιμο που αναβιώνει κάθε χρόνο σε πολλά θεσσαλικά χωριά την παραμονή των Φώτων.  Για όσους δεν γνωρίζουν τι γίνεται κατά την αναβίωση του εθίμου, οι νέοι φορώντας προβιές και κουδούνια με καλυμένο πρόσωπο και σώμα, περιπλανιούνται από σπίτι σε σπίτι . Όλοι μαζί συγκροτούν το μπουλούκι που αποτελείται από το γαμπρό, τη νύφη, τον παπά, το γιατρό, τον αγροφύλακα, τη γριά και τους αράπηδες  και σκοπό έχουν να προστατεύουν τη νύφη, ώστε να μην την κλέψουν Ρογκατσαραίοι από άλλο μπουλούκι. Αν, ωστόσο, δεν καταφέρουν να αποτρέψουν την αρπαγή, τότε θα πρέπει να βάλουν τα δυνατά τους και να πάρουν πίσω τη Νύφη κι ο κλέφτης να πληρώσει και να δηλώσει υποταγή.

 

( φωτό: Ρογκατσάρια στη Ραχούλα Καρδίτσας)

 

Έντονα επηρρεασμένος ο Γιούρα από το έθιμο που είχε δει τις προηγούμενες μέρες και τη βότκα που άρχιζε να τον πιάνει, μας ρωτούσε θέλοντας να κάνει χιούμορ, αν φανταζόμαστε να μας "επιτίθενται" Ρογκατσαραίοι στην παγωμένη σκοπιανή νύχτα που με τη φαντασία του τους έβλεπε να παραμονεύουν στα κρυφά στενά της πόλης. Καθώς οι βότκες συνέχιζαν να ρέουν αφθονες, ανοίξαμε μια μεγάλη συζήτηση για την παγανιστική προέλευση του εθίμου η οποία γρήγορα επεκτάθηκε σε σκοτεινούς τοπικούς μύθους και διαδόσεις από φίλους μας αλλά και παραμύθια που μας έλεγαν οι γιαγιάδες μας.

Ήταν τεράστια η εκπληξή μου όταν πριν από λίγες μέρες, διαπίστωσα ότι κάποιες από τις τρομαχτικές ιστορίες που λέγαμε εκείνο το βράδυ υπάρχουν με παραλλαγές σε μία φοβερή σελίδα στο facebook με τίτλο "Παγανιστικές δοξασίες στη θεσσαλική επαρχία".

 

 

Παραθέτω κάποιες από τις πιο σημαντικές ιστορίες τις οποίες μου έλεγε και η γιαγιά μου από την Καρδίτσα, (όχι με τόσο ανατριχιαστικές λεπτομέρειες βέβαια). 

 

Θεοφάνια 1901, Γελάνθη Καρδίτσας
Απόσπασμα από τα προφορικά απομνημονεύματα κάτοικου του χωριού :
"Την έκτη πρωινή ώρα της έκτης του Ιανουαρίου του 1901 ακούστηκε σε όλο το χωριό ήχος οξύς, σαν λεπίδι να ξύνεται σε κόκαλο. Πεταχτήκαμε από τα κρεβάτια, και ρίχνοντας πάνω μια πρόχειρη κάπα ή μαντανία, τρέξαμε στις πόρτες να δούμε τι χαμός εγίνονταν. Βάραγαν με φούρια τα μεντεσέδια από τα σπίτια ολούθε, μιας και γερός αγέρας είχε σηκωθεί, ευθύς βγαλμένος από το λαρύγγι του Βορρά. Κάθε πόρτα έστεκε ανοιχτή, κι ήμασταν όλοι κουρνιασμένοι στις σκιές τους, με τα αυτιά να τρίζουν ακόμη από τον φαρμακερό ήχο. Είχαμε μεριμνήσει ευτυχώς κρατώντας τις σόμπες πυρωμένες, κι έτσι μας παρηγορούσε η μυρωδιά του πουρναριού. Οι χριστιανοί σταυροκοπιόντουσαν, και αλαφιάζανε, γιατί ξημέρωνε των Φώτων για αυτούς, και δεν το θεωρούσαν καλό σημάδι αυτόν τον χαλασμό χρονιάρα μέρα. Ήμασταν κι εμείς αγριεμένοι, και κατεβήκαμε μέχρι το ποτάμι να δούμε τι συνέβαινε - γιατί ξημέρωνε μέρα ευλογημένη για τα νερά, κι αυτά ήταν που θα μας έδιναν φώτιση αν ήθελαν.
Στην όχθη βρήκαμε τη γερο-Φώτω, τη γηραιότερη του χωριού, αυτή που είχε δει τρισέγγονο και είχε θάψει εγγόνι. Κράταγε στο αριστερό της χέρι ένα ματσάκι βασιλικό, και στο δεξί έναν κουβά ξέχειλο με νερό. Όπως ήταν η παράδοση, θα πέρναγε από κάθε κατώι και στάβλο του χωριού, για να ευλογήσει τα ζωντανά με το που έφεγγε ο ήλιος, σταλάζοντας λίγες σταγόνες στο μέτωπο του καθενός. Οι χριστιανοί δεν έβλεπαν με καλό μάτι την τελετή, αλλά δεν τόλμαγαν να απαγορέψουν το ευλόγημα των δικών τους ζωντανών, γιατί ήξεραν πως από αυτό το έθιμο εξαρτιόταν το πόσο γόνιμα θα ήταν τα ζώα τους.
Ρωτήσαμε τη Φώτω αν είχε δει τίποτα που να ερμήνευε το θόρυβο, μα αυτή μας έκανε νόημα να σωπάσουμε και να κουρνιάσουμε χάμω, κοιτώντας έπειτα προς την αντίπερα όχθη. Εκεί ήταν που φάνηκε ομίχλη πολύχρωμη λες και κάποιος γίγαντας είχε πάρει το ουράνιο τόξο και το είχε στουμπίσει με το γουδοχέρι μέχρι να γίνει θρύψαλα, κι έπειτα είχε σκορπίσει τη σκόνη για να κάνει κουρνιαχτό. Και μέσα από την ομίχλη ξεπρόβαλε σιωπηλή πομπή πορφυροκαλυμένη, πέντε μορφές καζακωμένες και κουκουλωμένες, έτσι που δεν έβλεπες μήτε πρόσωπο μήτε χέρι ή πόδι.
Κουβάλαγαν οι τέσσερις από δαύτες ένα τραγί κατάμαυρο, μεγάλο σα μοσχάρι - το είχαν στα χέρια τους πάνω λες και ήταν τόσο πολύτιμο ζωντανό που δεν έπρεπε να αγγίξει η οπλή του το ταπεινό το χώμα. Μπρος πήγαινε ο πέμπτος, που σαν έφτασε στην όχθη έβγαλε μια κοσιά αστραφτερή, και ενώ οι άλλες τέσσερις μορφές χαμήλωναν το κριάρι στο νερό, αυτός του έκοψε πέρα ως πέρα το λαιμό, και άφησε όλο το αίμα να χυθεί και να σκουρήνει τον ποταμό. Έπειτα οι πέντε φύγανε εξίσου σιωπηλά με όπως είχαν έρθει, αφήνοντας πίσω το κουφάρι της θυσίας. Πήγαμε και το περιεργαστήκαμε, και είδαμε ότι η μια οπλή ήταν σπασμένη. Λίγες οργιές πιο πέρα, προς τη μεριά του χωριού, είδαμε στο έδαφος μια τρύπα μεγάλη, που μέχρι χτες δεν υπήρχε - ήταν λες και η Γης είχε σπάσει εκεί.
Από τότε και για ένα χρόνο το νερό του ποταμιού γιάτρευε ανθρώπους και ζωντανά, ενώ η τρύπα στο έδαφος γέμιζε σιγά σιγά με κόκαλα που κανείς μας δεν ξέρει από που προήλθαν. Σαν πέρασαν τα Φώτα του επόμενου έτους, το νερό ξαναέγινε κανονικό και η τρύπα χάθηκε."

 

 

Οι τελευταίες μπουκιές του γερο-Χρόνου
Στο εσωτερικό των Τεμπών, χωμένο μέσα σε ένα σύμπλεγμα βράχου και βλάστησης, μακριά από τα βλέμματα των περαστικών οδηγών, βρίσκονται τα ερείπια ενός κυκλικού ναού. 12 σκαλοπάτια ξεκινούν από την είσοδό του, κατεβαίνοντας προς τα βάθη ενός πελώριου λιθαριού. Βλέπεις που και που τσέλιγκες να βόσκουν τα κοπάδια τους πλάι στην πέτρα, έχοντας παράλληλα το νου τους να μην αγγίξει η κάπα τους ούτε για μια στιγμή τον βράχο. Αν ξεστρατίσει κάνα ζυγούρι προς τα σκαλοπάτια, προσπαθούν να το προλάβουν πριν τα αγγίξει. Αν όμως οι οπλές του κρούσουν έστω και σε ένα από αυτά, τότε το ξεγράφουν, αφήνοντάς το να κατέβει, προσφορά για τον γερο-Χρόνο.
Τα παλιότερα χρόνια, κάθε τριακοστή του Δεκεμβρίου, ο κόσμος κατέβαινε με κατάνυξη τα 12 απότομα σκαλοπάτια, αφήνοντας σε κάθε σκαλί και μια γενναία σταγόνα αίμα. Συνέρρεε πληθυσμός από όλη την επαρχία, κι έτσι, από κάποια ώρα και μετά, τα σκαλοπάτια γλίστραγαν σα δαιμονισμένα, έτσι που ήταν ολόκληρα καλυμμένα από το αίμα των προηγουμένων. Όσο προσεκτικά και να ήταν τα αργοπορημένα άτομα, πάντα υπήρχε ένα που θα στραβοπάταγε και θα τσάκιζε το κεφάλι του, αφήνοντας στο τέλος της σκάλας ένα ζεστό ακόμη πτώμα, προσφορά για τον ετοιμοθάνατο Χρόνο.
Αυτό το πτώμα το έπαιρναν δυο από τις γριές, ξεμαλλιασμένες κόρες του Χρόνου, η Προτελευταία και η Τελευταία Μέρα, και αφού το έπλεναν το έδεναν με ένα σχοινί και το ανέβαζαν πάνω από έναν σκοτεινό σωρό που όλη την ημέρα παλλόταν ανήσυχα λες και πάλευε με το ξεψύχισμα. Εκεί κρέμονταν το σώμα, πάνω από τον συστρεφόμενο όγκο, στο πάνω μέρος του οποίου άνοιγε μια κοιλότητα, σαν τραύμα απεριποίητο και κακοφορμισμένο. Και άρχιζε να υψώνεται προς την προσφορά ο σωρός, όπως ο βαρύς πυκνός καπνός της θυσίας ανεβαίνει νωχελικά προς τα ουράνια.
Αυτό ήταν το τελευταίο γεύμα, οι τελευταίες μπουκιές του γέρο-Χρόνου, ο οποίος σαν φτάσει ο Δεκέμβρης έχει χάσει κάθε αρχοντιά στην εμφάνιση, καταλήγοντας ως αυτός ο μέλανας σωρός από τη θαμπάδα του οποίου ακούγονται πνιχτά ήχοι οπλής και άκαμπτων ξερόκλαδων.

 

Η Αμαρτία γευματίζει στο Τσαρδάκι
Λένε οι Φράγκοι και οι Άγγλοι πως αν κάποιο άτομο πεθάνει και η Αμαρτία κάθεται βαριά πάνω στο πτώμα του, κρατώντας την ψυχή του αγκυροβολημένη στον εδώθε κόσμο, τότε πρέπει οι συγγενείς να φωνάξουν έναν Αμαρτοφάγο, άτομο του οποίου η δουλειά είναι να καταβροχθίζει τις αμαρτίες άλλων ατόμων. Στήνουν τραπέζι τρανό για τον Καταβροχθιστή των αμαρτιών, και με κάθε μπουκιά που τρώει αυτός διαλύεται και μια ένας από τους βραχνάδες της ψυχής του μακαρίτη. Του προσφέρουν κι ένα κρεβάτι για να κοιμηθεί, μιας και είναι βαριά σα μολύβι η κοιλιά του μετά το γεύμα, και κάποιες φορές κάνει μια βδομάδα μέχρι να χωνέψει όλους τους γυαλιστερούς δυνάστες του νεκρού. Δεν είναι απίθανη μάλιστα η περίπτωση που ο Αμαρτοφάγος δεν ξυπνάει ποτέ, μιας και οι αμαρτίες του τρώνε το εσωτερικό του σώματος, αφήνοντας μονάχα ένα τομάρι άδειο. Αν γίνει αυτό, τότε το καίνε αμέσως το δέρμα, για να μην ξεφύγει κανένα αμάρτημα μέσα στο σπιτικό.
Στα χωριά της λίμνης του Πλαστήρα ο κόσμος κρατάει το θεσμό του Αμαρτοφάγου, και είναι αρκετά τα ανθρώπινα τομάρια που πετιούνται σε πυρές κάθε χρόνο, δέρματα αυτών που δεν άντεξαν το βάρος της Αμαρτίας που καταβρόχθησαν. Είναι όμως και κάποια από αυτά που δραπετεύουν, πριν καταλήξουν στις φλόγες, σαν ασκιά γεμάτα αγέρηδες, και βολοδέρνουν με αναθεματισμένο σκοπό στην εξοχή. Αυτές οι Αμαρτίες μπορεί να τρυπώσουν στα δωμάτια των ατόμων, ανθρώπινων και μη, και να τα καταβροχθίσουν. Άλλες φορές μπαίνουν με τον ασκό τους, αν υπάρχει άνοιγμα στο σπίτι μεγαλύτερο από φεγγίτη. Άλλοτε όμως μπορούν να φτύσουν μέσα στο πηγάδι του σπιτιού, και τότε ακόμη και ένα ποτήρι τραβηγμένο μπορεί να τις βάλει μέσα στο κτίριο.
Στο Τσαρδάκι για παράδειγμα, πριν λίγα χρόνια, έμενε μια οικογένεια που είχε μια κόρη επτά χρονών. Κοιμότανε το σπιτικό ένα βράδυ, μα δίψασε το κορίτσι, και παράγγειλε του πατέρα της νερό. Βγήκε μέχρι το πηγάδι αυτός, αλλά δεν έφεξε με την ασημένια λάμπα μέσα (όπως πρέπει να κάνει κάποιος για να αποκαλύψει τα στοιχειά που κρύβονται μέσα) πριν πάρει, και δεν είδε το τομάρι που φώλιαζε εκεί κάτω φιλώντας το νερό. Όταν έφερε την κανάτα στο δωμάτιο της κόρης και αυτή ξεδίψασε, άφησε το σκεύος πάνω στο τραπεζάκι. Δεν πέρασε όμως ούτε μια ώρα και ξεμύτισαν οι αμαρτίες από την κανάτα, κυλώντας πάνω στο κορίτσι. Μέσα από τη μύτη και τα αυτά και το στόμα χώθηκαν μέσα του, και μασούλησαν το φρέσκο κρέας, αφήνοντας μονάχα το πετσί. Επειδή όμως ήταν νέο κι αγνό το παιδί, μπορούσαν να το ελέγξουν για τα καλά το δέρμα, και να καμουφλάρονται ως το κορίτσι.
Πολλά καταραμένα πράγματα έκανε αυτό το κορίτσι από τότε, και ερήμωσε το Τσαρδάκι αυτό, μαζί με κάποια σπίτια στα γύρω χωριά. Κι ακόμη τριγυρνάει στα μέρη εκεί το σούσουρο των Αμαρτιών με το δέρμα του κοριτσιού, προσφέροντας νερό σε διψασμένους περιπατητές.

 

Τα μοναχικά δέντρα

 

Υπάρχει ένας βαθιά ριζωμένος τρόμος στην ψυχή κάθε Θεσσαλού για τα μοναχικά δέντρα που στέκονται καμπουριαστά στο πλάι σταυροδρομίου, με τις ρίζες τους ήδη να βουτάνε στις λάσπες του Κάτω Κόσμου. Αυτά τα φυτά, που είναι ετοιμοθάνατα εδώ και δεκαετίες μα αρνούνται να φτύσουν την τελευταία ανάσα πάνω στους διασταυρωμένους δρόμους, οι παλιοί Θεσσαλοί τα αποκαλούν Θανατόσκαλες, γιατί ολημερίς και ολονυχτίς βλέπουν πάνω τους κουρούνες, κοράκους και κουκουβάγιες σταχτιές να ροβολάνε. Και όποιο ζωντανό περνάει κάτω από το δέντρο, το χλευάζουν τα θανατοπούλια, με κρωξίματα, με πεταρίσματα αβάσταχτα, και με αβλέφαρα βλέμματα. Για αυτό και το 'χουν συνήθειο οι άνθρωποι, αν τύχει και δουν μικρό κλαρί πλάι σε σταυροδρόμι να πάει να δώσει μπόι, αμέσως το ξεριζώνουν, λες και είναι βρυκόλακα καρδιά μαυρισμένη.
Μια φορά, όταν τα μουλάρια ήταν ακόμη το πολυτιμότερο ζώο για τους ορεινούς, και η ζώνη με το μαχαίρι δεν αφηνόταν ποτέ στο σπίτι, πέρασε ένας σιδεράς με την μαθητευόμενή του από ένα κακόφημο σταυροδρόμι, η τοποθεσία του οποίου αλλάζει ανάλογα με το ποιος διηγείται την ιστορία. Όπως και να έχει, γύρευαν πέρασμα γοργό προς κάποιο κεφαλοχώρι, γιατί ήδη τους είχε πιάσει το σούρουπο, και εκείνα τα χρόνια δεν ήταν να σε προλάβαιναν τα Νοεμβριάτικα μεσάνυχτα έξω. Ζύγωσαν λοιπόν το σταυροδρόμι, και είδαν πως χάμω από τη Θανατόσκαλα ξαπόσταιναν τρεις κυράδες. Χάρηκαν που είδαν άνθρωπο, και σώπασε μέσα ο φόβος για το στοιχειωμένο δεντρί.
-Κοπιάστε οδοιπόροι, φώναξε αυτή που φαίνονταν η νιότερη από τις τρεις.
Δεν φαίνονταν παρά αμυδρά τα πρόσωπα των κυράδων, γιατί τα μαντήλια και οι κουκούλες γένναγαν πηχτές σκιές. Μύρισε όμως φρέσκια μπομπότα από τα σακούλια τους, και κρύο κρέας ψητό, και ευθύς τα στομάχια των ταξιδιωτών τους πρόσταξαν να κάτσουν πλάι στις γυναίκες, γιατί ήταν νηστικοί ολόκληρη τη μέρα. Οι τρεις αδερφάδες (όπως τους είπαν ότι είναι) τους έδωσαν να φάνε, και τους κέρασαν και γλυκόπιοτο κρασί, παρμένο σίγουρα από βαρέλι άρχοντα. Τους ρώτησαν πράγματα πολλά για τη ζωή τους, και ο σιδεράς με την μαθητευόμενη απάντησαν πρόθυμα. Ούτε που σήκωσαν το βλέμμα πάνω από τις κυράδες, προς τα σκελετωμένα κλαριά του δέντρου, εκεί που κούρνιαζαν τρία κοράκια τροφαντά που τους παρατηρούσαν με νοσηρό ενδιαφέρον. Δεν πρόσεξαν τα βλέμματα των πουλιών που ήταν καρφωμένα πάνω στα παχουλά σημεία τους, αυτά που περισσότερο ευεργετήθηκαν από το αναπάντεχο γεύμα.
Όταν το κορίτσι, η μαθητευόμενη του σιδερά, ρώτησε τις γριές γιατί δεν τρώνε, αυτές δείξανε το φεγγάρι που τότε ξεμύταγε μέσα από ένα σύννεφο, ολόγιομο, λες και είχε φάει του σκασμού πριν λίγο, και της είπαν πως ήταν χορτάτες όπως κι αυτό. Ήταν όμως παράξενη η κοπέλα, και βάλθηκε με το ζόρι να της πουν τι έφαγαν. Δεν ικανοποιήθηκε σαν άκουσε για μια προβατίνα, και απαίτησε να δει τα αποφάγια, τα κόκαλα του ζωντανού. Μάταια την παρακάλαγε ο σιδεράς να σταματήσει τις αδιάκριτες ερωτήσεις, ο σιδεράς που είχε επιτέλους κοιτάξει προς τα πάνω, όταν οι γυναίκες δείξαν το φεγγάρι, και είχε δει τα μαυροπούλια να ξερογλύφονται κοιτώντας τον. Γέλασαν τότε με πίκρα οι τρεις κυρίες, και της είπαν να πλησιάσει για να της δείξουν τα κόκαλα του γεύματός τους. Η μια άδραξε την κοπέλα και την άπλωσε στα γόνατά της, η δεύτερη έσχισε με το νύχι της την κοιλιά του κοριτσιού, και η τρίτη άρχισε να τρώει τα ζεστά εντόσθια, περνώντας τα και στις δυο αδερφές της. Μονάχα το κεφάλι άφησαν άθικτο, τα μάτια του οποίου ακόμη βλεφάριζαν, και με το που τέλειωσαν το γεύμα, όλα τα κόκαλα του κοριτσιού πέρασαν μπροστά από τα μάτια του.
Ο σιδεράς είχε αρχίσει να τρέχει σαν είδε τη μοίρα της μικρής, αλλά τον πήραν στο κατόπι τα κοράκια, και σαν έφτασε έξω από το κεφαλοχώρι ήταν ένα σακί από κόκαλα γυαλισμένα, τα οποία αποκάλυψαν την ιστορία τους στον ιεροφάντη του χωριού, από όπου και εξαπλώθηκε σε ολόκληρη την επαρχία μας.

σχόλια (0)
Ποια είναι η γνώμη σας;
Επιλέξτε εικονίδιο
highlights
θεματικές
Σχολιάστε τώρα!

Θα ήθελα ένα άρθρο για τη Ρωσική ηγεσία και πως νομιμοποιήθηκε. / Καρφιώτης ΠάνοςΤην ανατίναξη του λιμανιού της Σεβαστούπολης στην Κριμαία ζητούσαν οι Βρετανοί καθοδηγητές της Integrity Initiative! / Hello / LeonidasΠώς κατασκευάζεται το «αυθόρμητο» αντιρωσικό κλίμα με χρήμα του Foreign Office / Πρέπει να ντρέπεστε με τόσα ψέματα που γράφετε αλλα από τον Λιατσο τι άλλο να περιμένει κανείς... / Μζια Γκουρεσιδζε«Χοντροκομμένη προβοκάτσια με έξωθεν υποκίνηση», χαρακτηρίζει η Μόσχα την υπόθεση της απέλασης των Ρώσων διπλωματών / Θανάσης ΑυγερινόςΑπουστα!!!!οι ρίζες μας!! Είμαστε εμείς και δεν ξεχνάμε!!! / Tula fotiadou 18022020Ρωσικό ΥΠΕΞ: Η Ελλάδα όμηρος βρώμικων παιχνιδιών και έξωθεν πιέσεων / Θανάσης ΑυγερινόςΤι καλά παιδιά αυτοί οι Εγγλέζοι πολιτικοί ! Μπουμπούκια ! Εκεί γεννήθηκε και η κοινοβουλευτική ολιγαρχία ! Στην Ελλάδα αυτό το σύστημα το λένε Δημοκρατία... / Γεώργιος Δημόκριτος ΒαμβακούσηςΥΠΕΞ Ρωσίας: "Πίσω από την απόφαση της ελληνικής κυβέρνησης η Ουάσιγκτον" / Θανάσης Αυγερινόςδοκιμασμενη συνταγη και νοστιμη, μονο που χρειαζεσαι μεγαλα ξυλακια για να κανετε τα μεγαλα σουβλακια, εγω συνηθως παιρνω απο εδω, νομιζω υπαρχουν και στο φυλλαδιο... / BillyΠαυλόπουλος: Η συνεργασία Ελλάδας - Ρωσίας συνεχίζεται και ο πολιτισμός μας ενώνει ακόμα περισσότερο / polu kako / tasosΈνα ιστορικό κτίριο της Σεβαστούπολης, η καθολική εκκλησία του Αγίου Κλήμη, κατοπινός κινηματογράφος «Φιλία», επιστρέφεται στο ποίμνιό της / ОТЛИЧНО / МАКРИΠούτιν: Φυσικά και δεν κατέρριψε η Ρωσία το Boeing της Μαλαισίας / θα γαμησουμε την τουρκια / κλημηςΜια γέφυρα ένωσε Ρωσία και Κριμαία (ΒΙΝΤΕΟ) / ο εσθονος ηταν πρακτορας της εε και καλως φυλακιστηκε / β.χ.τουρκαντωνηςΠούτιν: Η Ρωσία είναι έτοιμη για διάλογο με τις ΗΠΑ /