16.10.2016 13:11
Συνάντηση στη Λωζάνη: Θα υπάρξει άραγε νέα μορφή διευθέτησης στη Συρία;
Στην ιστοσελίδα του Carnegie Μόσχας φιλοξενείται, υπό τον τίτλο: «Συνάντηση στη Λωζάνη: Θα υπάρξει άραγε νέα μορφή διευθέτησης στη Συρία;», άρθρο γνώμης του πολιτικού αναλυτή και συνεργάτη του Ιδρύματος Νικολάι Κοζάνοφ, ο οποίος εκτιμά ότι οι συνομιλίες των ΥΠΕΞ Ρωσίας, ΗΠΑ, Τουρκίας, Ιορδανίας, Σαουδικής Αραβίας, Κατάρ, Ιράν, Ιράκ και Αιγύπτου στις 15 Οκτωβρίου στη Λωζάνη, με τη συμμετοχή του ειδικού απεσταλμένου του Γενικού Γραμματέα του ΟΗΕ Στάφαν ντε Μιστούρα, έδειξαν πως Μόσχα και Ουάσιγκτον εξακολουθούν να είναι πρόθυμες όχι μόνο να συνομιλήσουν, αλλά και να συνεργαστούν μεταξύ τους για να βρουν νέες μορφές επίλυσης του συριακού προβλήματος.
Την υποτονική αναφορά των ΜΜΕ στις εν λόγω συνομιλίες ο αρθρογράφος την αποδίδει στις επικοινωνιακά ελλιπείς δηλώσεις των συμμετεχόντων σχετικά με την έκβαση της συνάντησης, υπογραμμίζοντας ότι οι τελευταίες συνομιλίες για τη Συρία μπορεί να έχουν ιδιαίτερη σημασία, τόσο για τη διαδικασία της συριακής διευθέτησης, όσο και για την καλύτερη κατανόηση των προσεγγίσεων των πλευρών ως προς το πρόβλημα της Συρίας.
Κρίνοντας από τις συνομιλίες στη Λωζάνη, ο αρθρογράφος θεωρεί λανθασμένες τις απόψεις εκείνων που, μετά την αναστολή των ρωσο-αμερικάνικων συμφωνιών το Σεπτέμβριο, μίλησαν για πλήρη διακοπή του διαλόγου για με τη Συρία και επερχόμενο πόλεμο μεταξύ Μόσχας και Ουάσινγκτον, ενώ εκφράζει την εκτίμηση ότι Μόσχα και Ουάσινγκτον προσπάθησαν να μην διαπεράσουν τις πραγματικές «κόκκινες γραμμές», οι οποίες θα μπορούσαν οδηγήσουν σε σύγκρουση, καθώς ο μεν Πρόεδρος των ΗΠΑ Μπαράκ Ομπάμα δεν επιθυμεί να αφήσει ως κληρονομιά στον διάδοχο του μια κατάσταση χωρίς καμία ελπίδα για ειρηνική διευθέτηση στη Συρία με αυξημένη την πιθανότητα ενός τοπικού πολέμου με τη Ρωσία, και ο δε ρώσος Πρόεδρος Πούτιν, ομοίως, δεν επιθυμεί κανένα πόλεμο ή ολική απομόνωση. Για το ρώσο Πρόεδρο είναι πιο βολικό να αντισταθεί στη Δύση, αποκτώντας από αυτό κέρδη στο εσωτερικό της Ρωσίας, αλλά και στο εξωτερικό, παρά να μετατρέψει τη χώρα σε πραγματικό φρούριο που πολιορκείται, σε μια περίοδο κατά την οποία η οικονομία της Ρωσίας βρίσκεται σε κρίση.
Η Ρωσία δεν εξισώνει τη Συρία με την Ουκρανία και με τον μετασοβιετικό χώρο, τον οποίο η Μόσχα θεωρεί γη των προγόνων της και εγγύς γραμμή άμυνας ενάντια στις μεθοδεύσεις της Δύσης. Ως εκ τούτου, στην περίπτωση της Συρίας, μπορεί να επιδείξει μεγαλύτερη ευελιξία, απ’ ότι στην περίπτωση της Κριμαίας και τις μη αναγνωρισμένες δημοκρατίες των Ντονέτσκ και Λουγκάνσκ.
Για την αποτυχία των συμφωνιών Ρωσίας-ΗΠΑ για τη Συρία ευθύνονται με το δικό τους τρόπο και οι δύο πλευρές, εκτιμά ο Κοζάνοφ, υπογραμμίζοντας ότι η κατάσταση έχει επηρεαστεί και από την τάση ορισμένων στη ρωσική πολιτική ελίτ να αντιδρούν πολύ συναισθηματικά, όταν στη διεθνή σκηνή κάτι δεν πήγαινε όπως θα ήθελαν στη Ρωσία. Εκφράζει δε την άποψη ότι κατά γενικό κανόνα, στη Μόσχα απαιτείται χρόνος προκειμένου να ανακτήσει την ψυχραιμία της.
Σημειώνει, ωστόσο, ότι η αντίδραση της ρωσικής ηγεσίας στην αποτυχία των συμφωνιών Κέρι-Λαβρόφ για τη Συρία ήταν λιγότερο συναισθηματική από ό, τι στην περίπτωση της Τουρκίας και σε αυτό συνέβαλε σε μεγάλο βαθμό η κατανόηση των πλευρών ότι ούτε οι ΗΠΑ, αλλά ούτε και η Ρωσία μπορούν να επιλύσουν τη συριακή σύγκρουση από μόνες τους. Η κατάσταση εξακολουθεί να εξελίσσεται σύμφωνα με το σενάριο που ακολούθησε η Ρωσία μετά την ανάπτυξη αεροπορικών Δυνάμεων στην αεροπορική βάση στο Χμειμίν, όπου η έντονη στρατιωτική πίεση σε αντικυβερνητικές συριακές δυνάμεις εναλλάσσονταν με τις προσπάθειες της Μόσχας να φέρει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων τους χορηγούς των αντιμαχόμενων μερών και να ξεκινήσει έναν ενδο-συριακό διάλογο. Ως γνωστόν, όταν η Μόσχα δεν κατάφερνε να οικοδομήσει την διαπραγματευτική διαδικασία με τον τρόπο που επιθυμούσε, κατέφευγε σε στρατιωτική πίεση.
Δεν υπάρχει καμία εγγύηση ότι η ρωσική κυβέρνηση δεν πρόκειται να ενισχύσει κα πάλι τις εχθροπραξίες, παρά το γεγονός ότι εξακολουθεί να αισθάνεται σιγουριά στη Συρία, βασιζόμενη στην εκτίμηση ότι η αρχική διαπραγματευτική της θέση είναι πιο ισχυρή από αυτή ων ΗΠΑ ή κάποιων άλλων.
Η συζήτηση του συριακού ζητήματος σε διμερές επίπεδο από Ρωσία και ΗΠΑ ήταν ένα από τα βασικά μειονεκτήματα των ρωσο-αμερικανικών προσπαθειών, καθώς χωρίς τη συμμετοχή των περιφερειακών δυνάμεων, των βασικών χορηγών των αντιμαχόμενων πλευρών, οποιαδήποτε απόφαση Μόσχας και Ουάσιγκτον για τη Συρία είναι καταδικασμένη να παραμείνει στα χαρτιά, όπως κατέδειξαν σαφώς τα γεγονότα του Σεπτεμβρίου, όταν την αποτυχία των συμφωνιών Κέρι και Λαβρόφ προκαθόρισε η προσπάθεια Ρωσίας και ΗΠΑ να αγνοήσουν τα συμφέροντα των χωρών του Κόλπου, η κακή ενημέρωση του Ιράν για το τι συμβαίνει, καθώς και η υπερβολική έμφαση υπέρ φιλο-τουρκικών ομάδων της συριακής αντιπολίτευσης.
Ωστόσο, η διεύρυνση του σχήματος των συμμετεχόντων στις συνομιλίες, αν και εξάλειψε αυτό το μειονέκτημα, δημιούργησε ένα άλλο, καθώς, πλέον, θα πρέπει να βρεθεί κοινή προσέγγιση μεταξύ πολλών περιφερειακών δυνάμεων, κάτι που είναι πάρα πολύ δύσκολο, δεδομένης της τρέχουσας αντιπαράθεσης Ιράν-Σαουδικής Αραβίας, των ιδιαιτεροτήτων της τουρκικής ηγεσίας που παίζει το δικό της παιχνίδι στην περιοχή, και της έλλειψης συναίνεσης σχετικά με την ανάγκη παρόμοιων συνομιλιών στην Τεχεράνη.
Οι περιφερειακές δυνάμεις έχουν πολύ πιο αποτελεσματικά μέσα πίεσης στα αντιμαχόμενα μέρη στο εσωτερικό της Συρίας απ’ ότι η Μόσχα και η Ουάσιγκτον, πραγματικότητα που ΗΠΑ και Ρωσία άρχισαν επιτέλους να συνειδητοποιούν. Όμως, δεν θα πρέπει να αναμένεται στο εγγύς μέλλον ένα «θαύμα» και άμεση βελτίωση της κατάστασης στη Συρία, μολονότι η απόφαση Ρωσίας και Συρίας για «ανθρωπιστική παύση» των επιχειρήσεων δίνει αφορμή για ελπίδα ότι όντως θα υπάρξει ορισμένη πρόοδος στην κατάσταση.
Σε γενικές γραμμές, η Λωζάνη μπορεί να αποτελέσει σημείο εκκίνησης για την επίτευξη προόδου στη διαδικασία διευθέτησης της συριακής σύγκρουσης, εφόσον, βέβαια, Μόσχα και Ουάσινγκτον συνεχίσουν υπομονετικά να αναζητούν συναίνεση μεταξύ του ευρέος φάσματος των παικτών, εγκαταλείποντας την αποκλειστικά διμερή μορφή των συμφωνιών. Ωστόσο, δεν είναι ακόμη σαφές εάν η Μόσχα και η Ουάσινγκτον θα κινηθούν προς αυτήν την κατεύθυνση, καταλήγει ο αρθρογράφος.
Ποια είναι η γνώμη σας;