03.06.2013 15:22
Η παρουσία Ρώσων μοναχών στον Άθω (11ος -20ός αι.)

[Κεφάλαια
1. Οι πρώτες επαφές των Ρώσων με τον Άθω
2. Η δημιουργία ρωσικής μονής στον Άθω
3. Διαπρεπείς Ρώσοι μοναχοί στον Άθω τον 14ο και 15ο αιώνα
4. Προσωπικότητες του 18ου και 19ου αιώνα
5. Η Επανάσταση του 1917, οι συνέπειες για το ρωσικό μοναχισμό στον Άθω και ο 20ός αιώνας]

 

 

 

 

1. Οι πρώτες επαφές των Ρώσων με τον Άθω
Το Άγιον Όρος Άθω κατέχει μία ξεχωριστή θέση στην Ιστορία όχι μόνον του Βυζαντίου, στο χώρο του οποίου ανήκε, αλλά και ολόκληρης της Ανατολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας. Ως μεγάλο μοναστικό κέντρο, το οποίο στη διάρκεια των αιώνων ανέδειξε πολλές προσωπικότητες αγίων ανθρώπων και διαδραμάτισε αποφασιστικό ρόλο στην εξέλιξη του ορθοδόξου μοναχισμού, ήταν φυσικό να αποτελέσει έναν πολύ ισχυρό πόλο έλξης για τους λαούς οι οποίοι δέχθηκαν τον Χριστιανισμό από το Βυζάντιο και εντάχθηκαν στη σφαίρα της πολιτιστικής και πνευματικής του επιρροής. Ανάμεσα στους λαούς αυτούς βεβαίως συγκαταλέγεται και το μεγάλο γένος των Ρώσων, οι οποίοι από το έτος 988 είχαν εκχριστανισθεί και ενταχθεί στη χορεία των ορθοδόξων κρατών.
Είναι δύσκολο να καθοριστεί με ακρίβεια η χρονολογία έναρξης των σχέσεων της Ρωσίας με το Άγιον Όρος. Η δυσκολία στην έρευνα του θέματος έγκειται όχι μόνο στην έλλειψη επαρκών ιστορικών πηγών, αλλά και στην ασάφεια που παρουσιάζουν οι λίγες που διασώθηκαν. Εκείνο που μπορεί με θετικότητα να λεχθεί περί της αρχής των πνευματικών σχέσεων της Ρωσίας με την αγιορειτική χερσόνησο είναι ότι αυτή συμπίπτει σχεδόν με την εποχή του πλήρους εκχριστιανισμού της Ρωσίας και της οργάνωσης μέσα σ’ αυτήν του μοναχικού βίου, δηλαδή ανάγεται στον ίδιο τον 10ο αιώνα.


Το Άγιον Όρος άρχισε να ασκεί μία ιδιαίτερη πνευματική γοητεία μεταξύ των νεοφύτων στην ορθόδοξη πίστη Σλάβων κυρίως από την εποχή της εμφάνισης του αγίου Αθανασίου του Αθωνίτου και της οργάνωσης από αυτόν του κοινοβίου της Μονής της Λαύρας το έτος 963. Μεταξύ των μαθητών του αγίου Αθανασίου υπήρχαν ήδη Ίβηρες, κοντά δε στη μονή της Λαύρας ασκούνταν Ιταλοί μοναχοί από το Αμάλφι, οι οποίοι νωρίς είχαν αποκτήσει δικό τους μοναστήρι. Δεν είναι καθόλου απίθανο, μεταξύ των μαθητών του αγίου Αθανασίου να υπήρχαν και Σλάβοι της Βαλκανικής. Η υπόθεση αυτή ενισχύεται από το γεγονός ότι οι Σλάβοι αναφέρονται στο Βίο του αγίου Αθανασίου. Επίσης στα αρχαιότερα αθωνικά έγγραφα μνημονεύονται οι Βούλγαροι. Στο χρυσόβουλλο του αυτοκράτορα Ρωμανού του έτους 960 υπέρ της μονής Κολοβού γίνεται λόγος για 40 παροίκους που απελευθερώθηκαν, οι οποίοι ήταν από τους «Σκλάβους Βουλγάρους» που «είχαν εγκατασταθεί» στην περιοχή της Ιερισσού. Εκτός από αυτό όμως, σε έγγραφο της Μονής των Ιβήρων του έτους 982 υπογράφει σε γλαγολιτική γραφή, την αρχαιότερη δηλαδή σλαβική γραφή, ο ιερέας Γεώργιος. Είναι πιθανόν κάποιοι από τους Βουλγάρους, που μνημονεύονται στο χρυσόβουλλο του Ρωμανού, να μόνασαν στο Άγιον Όρος, και έτσι να υπάρχει δόση ιστορικής αλήθειας στη Διήγηση του Ζωγράφου, σύμφωνα με την οποία η ίδρυση της μονής αυτής ανάγεται στον 10ο αιώνα.
Η μαρτυρία για ύπαρξη Σλάβων μοναχών στο Άγιον Όρος την εποχή αυτή, κοντά στα άλλα, επιβεβαιώνεται και από αξιόλογα μνημεία της αρχαίας σλαβικής εκκλησιαστικής γραμματείας, τα οποία είχαν γραφεί στον Άθω. Αυτά είναι δύο αρχαιότατα Ευαγγέλια σε γλαγολιτική γραφή. Εκτός από αυτά διασώζεται και αρχαία σλαβική μετάφραση τῶν Όρων κατά πλάτος του Μεγάλου Βασιλείου, η οποία μαρτυρά γλωσσολογικώς έργο Βούλγαρου μοναχού από την Ανατολική Βουλγαρία. Τα γραπτά αυτά μνημεία μιλούν σαφώς όχι μόνο περί προσέλευσης Σλάβων και Βουλγάρων στο Άγιον Όρος, αλλά και περί ύπαρξης σ’ αυτό σλαβικής μοναστικής εστίας, μέσα στην οποία συνεχιζόταν το έργο των πρώτων Σλάβων μαθητών των αγίων Κυρίλλου και Μεθοδίου, δηλαδή η εκπόνηση μεταφράσεων από ελληνικά εκκλησιαστικά κείμενα, ώστε να εμπλουτιστεί η σλαβική εκκλησιαστική γραμματεία, που βρισκόταν ακόμη στις απαρχές της.
Από την εποχή της εισόδου τους στον Χριστιανισμό, οι Ρώσοι είχαν συγκεκριμένους λόγους να εκτιμούν το μοναχικό βίο και να γοητεύονται από αυτόν. Αυτοί γνώριζαν ότι οι απόστολοι των Σλάβων άγιοι Κύριλλος και Μεθόδιος είχαν δεχθεί το μοναχικό σχήμα, ήταν δε επίσης γνωστό σ’ αυτούς ότι μεταξύ των κληρικών που είχαν έρθει από το Βυζάντιο προς τον ηγεμόνα τους άγιο Βλαδίμηρο, αυτόν δηλαδή που τους οδήγησε στο βάπτισμα, υπήρχαν και μοναχοί. Η φήμη του Άθω, ως μεγάλου μοναστικού κέντρου της Ανατολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας, δεν άργησε να φθάσει στη Ρωσία και να δημιουργήσει εκεί ευνοϊκό κλίμα για τη μετάβαση και εγκαταβίωση Ρώσων στις αγιορειτικές μονές. Ήδη στη διάρκεια του 10ου αιώνα οι στενές σχέσεις της Ρωσίας με το Βυζάντιο και τη Βουλγαρία επέτρεπαν τη δημιουργία πνευματικής επικοινωνίας με τα μοναστικά κέντρα του Βυζαντίου, ιδιαίτερα μάλιστα με αυτά του Αγίου Όρους. Οι Ρώσοι, που μόλις είχαν προσέλθει στη χριστιανική πίστη, προκειμένου να εφοδιαστούν με εκκλησιαστικά βιβλία στη σλαβική γλώσσα, στρέφονταν κατά πρώτο λόγο προς τη Βουλγαρία, η οποία τελούσε σε συνεχή επαφή με το Βυζάντιο και ανέπτυσσε την πρώτη σλαβική γραμματεία. Έτσι οι πληροφορίες ότι οι Βούλγαροι επεξεργάζονται αξιόλογες μεταφράσεις στο Άγιον Όρος, ασφαλώς επαύξαναν τη φήμη της μοναστικής πολιτείας στη νεοφώτιστη Ρωσία.
Αναφορικά με την εμφάνιση των πρώτων Ρώσων στο Άγιον Όρος τίποτε δεν μπορεί να λεχθεί με απόλυτη βεβαιότητα. Η μόνη σαφής ιστορική είδηση, σχετική με έλευση Ρώσου στο Άγιον Όρος, υπάρχει στο αρχαίο χρονικό του Κιέβου, τη Διήγηση των παρωχημένων χρόνων (Повесть временных лет), και ανάγεται στο έτος 1051. Αναφέρεται λοιπόν εδώ ότι κάποιος κοσμικός, που καταγόταν από τη πόλη Λιούμπετς (Любечь), αποφάσισε να ταξιδέψει εκτός Ρωσίας και κατέληξε στον Άθω. Αφού επισκέφθηκε κάποιες αγιορειτικές μονές, έμεινε τελικά σε μία από αυτές, και ζήτησε από τον ηγούμενο να τον κείρει μοναχό. Πράγματι, ο ηγούμενος τον έκειρε και του έδωσε το όνομα Αντώνιος, αφού δε του δίδαξε τα σχετικά με το μοναχικό σχήμα, του είπε: «Πήγαινε και πάλι στη Ρωσία και έχε την ευλογίαν του Αγίου Όρους, διότι από εσένα θα προέλθουν πολλοί μοναχοί» («Иди на Русь обратно и да будет на тебе благословение Святой Горы, ибо от тебя пойдет много чернецов»). Μετά την επιστροφή του στο Κίεβο, ο Αντώνιος αναρωτιόταν πού να εγκαταβιώσει, γιατί τα υπάρχοντα μοναστήρια δεν τον ικανοποιούσαν. Μετά από περιπλάνηση, κατέληξε σε ένα λόφο, στον οποίο προηγουμένως είχε ανοίξει σπήλαιο και ασκείτο ο μοναχός Ιλαρίων, ο οποίος στη συνέχεια κατέστη μητροπολίτης Ρωσίας. Το σπήλαιο άρεσε στον Αντώνιο, ο οποίος εγκαταστάθηκε σ’ αυτό και άρχισε να προσεύχεται, λέγοντας: «Κύριε, στερέωσέ με στον τόπο αυτό, και να μένει σ’ αυτόν η ευλογία του Αγίου Όρους και του ηγουμένου μου, που με έκειρε» («Господи! Устрой меня на месте этом, и да будет на нем благословение Святой Горы и моего игумена, постригшего меня»). Από τότε ο Αντώνιος έμεινε στο σπήλαιο, συνάχθηκαν δε γύρω του δώδεκα μοναχοί, με τη βοήθεια των οποίων διεύρυνε το σπήλαιο και έκτισε ναό· έλεγε δε στους συμμοναστές του: «Αδελφοί, ο Θεός σάς επέλεξε, και βρίσκεστε εδώ με την ευλογία του Αγίου Όρους, με την οποία με έκειρε ο ηγούμενός του, και εγώ έκειρα εσάς. Ας είναι πρώτη επάνω σας η ευλογία από τον Θεό και δεύτερη από το Άγιον Όρος» («Это Бог вас, братия, собрал, и вы здесь по благословению Святой Горы, по которому меня постриг игумен ее, а я вас постриг —да будет благословение на вас, первое от Бога, а второе от Святой Горы»). Αφού ευλόγησε τους αδελφούς, ο Αντώνιος εξέλεξε ηγούμενο ένα μοναχό, τον Βαρλαάμ, ο ίδιος δε αναχώρησε στην έρημο, όπου έζησε σε άσκηση επί σαράντα συνεχή χρόνια. Λίγο μετά την αναχώρηση του Αντωνίου από το σπήλαιο, ήρθαν σ’ αυτόν μοναχοί και ζήτησαν την ευλογία του για να κτίσουν μεγαλύτερο ναό έξω από το σπήλαιο. Αργότερα ζήτησαν και πάλι την ευλογία του, για να ιδρύσουν μοναστήρι. Ο Αντώνιος άκουσε με ιδιαίτερη χαρά την απόφασή τους να ιδρύσουν μοναστήρι και τους έδωσε την ευλογία του, λέγοντας: «Ευλογητός ο Θεός εν παντί, και η ευχή της αγίας Θεοτόκου και των Αγιορειτών πατέρων να είναι μαζί σας» («Благословен бог во всем, и молитва святой Богородицы и святогорских отцов да будет с вами»). Στη συνέχεια ο Αντώνιος ζήτησε τη βοήθεια του ηγεμόνα του κράτους του Κιέβου Ιζιασλάβ, ο οποίος την πρόσφερε πρόθυμα και έτσι ιδρύθηκε η περίφημη Σπηλαιωτική Λαύρα του Κιέβου (Киевопечерская лавра), για την οποία το χρονικό σημειώνει: «Και το σπηλαιωτικό μοναστήρι ξεκίνησε από την ευλογία του Αγίου Όρους» («Пошел же монастырь Печерский от благословения Свтятой Горы»).
Όσο σαφείς και αν φαίνονται σε μια πρώτη ανάγνωση οι ειδήσεις του χρονικού για τον Αντώνιο και τη μετάβασή του στο Άγιον Όρος, εντούτοις, όταν τεθούν υπό αυστηρό έλεγχο αποδεικνύονται συγκεχυμένες. Αυτό οφείλεται στους ιστορικούς αναχρονισμούς του χρονικογράφου και στο γεγονός ότι βασικός του σκοπός, όταν μιλάει για τη μετάβαση του Αντωνίου στο Άγιον Όρος, δεν είναι η εξιστόρηση της πρώτης επαφής των Ρώσων με την αγιορειτική χερσόνησο, αλλά η εξιστόρηση των περιστατικών της ίδρυσης της Λαύρας του Κιέβου. Γνωρίζουμε ότι ο Αντώνιος έζησε στο σπήλαιο σαράντα χρόνια και ότι πέθανε το έτος 1073. Γνωρίζοντας όμως ότι αυτός πέθανε σε ηλικία 90 ετών, προκύπτει ότι το 1051, που αποφάσισε να μεταβεί στο Άγιον Όρος, διήγε το 68ο έτος της ηλικίας του, πράγμα που είναι απίθανο και δημιουργεί υπόνοιες όσον αφορά στην ακρίβεια των χρονολογικών δεδομένων.
Аπό την παραπάνω διήγηση του ρωσικού χρονικού προκύπτει σαφώς ότι ο συγγραφέας του, επιθυμώντας να εξιστορήσει τα σχετικά με την ίδρυση της Λαύρας του Κιέβου, αρχίζει με τη μετάβαση του Αντωνίου στο Άγιος Όρος και συνδέει την ίδρυση του περίφημου αυτού μοναστηριού με την ίδια τη μοναστική πολιτεία του Άθω. Με τη συσχέτιση αυτή η ρωσική μονή αποκτούσε ένα ιδιαίτερο κύρος, αφού θα είχε την ευλογία του Αγίου Όρους, γεγονός το οποίο τη συνέδεε απευθείας με το μεγαλύτερο την εποχή εκείνη μοναστικό κέντρο του ορθοδόξου κόσμου. Τα χρονολογικά προβλήματα που δημιουργούνται από το χρονικό φαίνεται να τα λύνει κάπως ο Ρώσος μοναχός Νέστωρ, μία αφήγηση του οποίου για τον Αντώνιο έχει περιληφθεί στο Πατερικό της Σπηλαιωτικής Λαύρας του Κιέβου (Киевопечерский патерик). Εδώ γίνεται λόγος για δύο μεταβάσεις του Αντωνίου στο Άγιον Όρος, μία επί εποχής του ηγεμόνα Βλαδιμήρου (978-1015) και μία αργότερα, επί Ιζιασλάβ (1054-1073, 1076-1078). Η είδηση αυτή φαίνεται ελάχιστα πιθανή, μολονότι είχε βρει υποστηρικτές στο παρελθόν. Όπως και να έχει το πράγμα, το έτος 1051, το οποίο προτείνει το χρονικό για την άφιξη του Αντωνίου στο Άγιον Όρος, πρέπει οπωσδήποτε να απορριφθεί, εφόσον τα πάντα πείθουν ότι αυτός είχε έρθει εδώ ενωρίτερα. Εξάλλου, από τη φιλολογική κριτική του κειμένου, προκύπτει ότι το ταξίδι του Αντωνίου συνδέθηκε με το έτος 1051, επειδή τον ίδιο χρόνο ο προκάτοχος του σπηλαίου Ιλαρίων εκλέχθηκε μητροπολίτης Ρωσίας και στο σπήλαιο ήρθε και κατοίκησε στη συνέχεια, ανακηρυχθείς μάλιστα σε άγιο, ο Αντώνιος ο Σπηλαιώτης (святой Антоний Печерский).
Δεν είναι στις προθέσεις της παρούσας εξιστόρησης να προχωρήσει σε μία αυστηρή κριτική των πηγών που μνημονεύθηκαν, αλλά αντιθέτως να επισημάνει εδώ δύο βασικά δεδομένα, τα οποία προκύπτουν σαφώς από αυτές. Το πρώτο είναι ότι ο ιδρυτής της περιβόητης Σπηλαιωτικής Λαύρας του Κιέβου, ο άγιος Αντώνιος, εκάρη μοναχός στο Άγιον Όρος, και το δεύτερο είναι ότι η ίδρυση της περίφημης αυτής ρωσικής μονής συνδέεται με το μοναχισμό της αθωνικής χερσονήσου. Αυτά τα δύο δεδομένα προσέδιδαν ένα βασικό και διαχρονικό κύρος στις απαρχές του ρωσικού μοναχισμού, εφόσον αυτός είχε λάβει τις αρχές του από έναν ιερό τόπο ο οποίος είχε καταστεί διορθόδοξο μοναστικό κέντρο.
Για επαφές των Ρώσων με το Άγιον Όρος υπάρχουν έμμεσες πληροφορίες, οι οποίες τις ανάγουν σε εποχή προγενέστερη της επίσκεψης του αγίου Αντωνίου. Στον Βίο του αγίου Μωυσέως, του Ούγγρου, λέγεται ότι μετά το 1019, ενόσω αυτός ήταν αιχμάλωτος στην Πολωνία και υφίστατο μαρτύρια, καθώς επίσης και μεγάλους πειρασμούς από μία πολιτικώς ισχυρή γυναίκα, «εκείνες τις ημέρες έφθασε κάποιος μοναχός από το Άγιον Όρος, ιερέας σε βαθμό, σταλμένος από τον Θεό, και ήρθε προς τον μακαριστό και τον έντυσε με το αγγελικό σχήμα» («В те дни приехал, из Святой Горы некий монах, саном иерей, присланый Богом, и пришел к блаженному и облек его ангельским чином»). Στη συνέχεια του δίδαξε πολλά περί καθαρότητας και ότι δεν πρέπει να υποχωρεί μπροστά στον εχθρό. Ανεξάρτητα από το πόσο ιστορικά ακριβής είναι αυτή η είδηση, εκείνο που έχει ιδιαίτερη σημασία είναι ότι εκείνος που διηγείται τη ζωή του αγίου Μωυσή, στις πολύ δύσκολες στιγμές που αυτός περνούσε, εμφανίζει έναν Αγιορείτη ιερομόναχο να έρχεται από Θεού για να τον λυτρώσει από τον πειρασμό και την πνευματική υποδούλωση, δίνοντάς του μάλιστα το μοναχικό σχήμα. Εκτός από αυτή τη διήγηση όμως υπάρχει και μία πληροφορία που προέρχεται από μεταγενέστερο ρωσικό χρονικό, σύμφωνα με την οποία η ρωσική Μονή του Αγίου Παντελεήμονος στο Άγιον Όρος είχε κτιστεί από τον ηγεμόνα Βλαδίμηρο, επί του οποίου βαπτίσθηκε το ρωσικό έθνος. Η είδηση αυτή προέρχεται από μία παλαιά σλαβική παράδοση, η οποία αναζωογονήθηκε τον 16ο αιώνα.

2. Η δημιουργία ρωσικής μονής στον Άθω
Σε επίρρωση των παραδόσεων αυτών έρχονται σαφέστερες πια ειδήσεις που προκύπτουν από αγιορειτικά έγγραφα, οι οποίες δεν επιτρέπουν να υπάρξει καμία αμφιβολία ότι, ήδη από τις αρχές του 11ου αιώνα, όχι μόνο υπήρχαν Ρώσοι μοναχοί στο Άγιον Όρος, αλλά είχαν και δική τους μονή. Οπωσδήποτε μεμονωμένως και σποραδικώς είχαν εμφανιστεί Ρώσοι επί της αγιορειτικής χερσονήσου πολύ πρίν από την ίδρυση εκεί δικής τους μονής, δηλαδή γύρω στα τέλη του 10ου αιώνα. Σε ένα από τα έγγραφα της Μεγίστης Λαύρας του Αγίου Αθανασίου έχει περιληφθεί η υπογραφή του ηγουμένου της πρώτης ρωσικής μονής στον Άθω. Το έγγραφο αυτό είναι του έτους 1016 και αποτελούσε ένα συμφωνητικό μεταξύ των μοναχών Νικολάου και Συμεών και αφορούσε στη διοίκηση της μονής Ατζιϊωάννου. Μεταξύ των άλλων υπογραφών που βεβαιώνουν τη συμφωνία διαβάζουμε: «Γεράσιμος μοναχὸς ἐλέῳ Θεοῦ πρεσβύτερος καὶ ἡγούμενος τῆς μονῆς τοῦ ῾Ρῶς μαρτυρῶν ὑπέγραψα ἰδιοχείρως». Οπωσδήποτε δεν μπορεί να υπάρξει αμφιβολία ότι εδώ έχουμε μαρτυρία για ύπαρξη ρωσικής μονής στο Άγιον Όρος. Την εποχή εκείνη οι Ρώσοι και η χώρα τους προσδιορίζονταν ακόμη με το άκλιτο όνομα ῾Ρῶς, το οποίο για πρώτη φορά μνημονεύεται σε έγγραφο του πατριάρχου Φωτίου του έτους 867. Βεβαίως είναι δύσκολο να προσδιοριστεί πού ακριβώς βρισκόταν αυτή η μονή, διότι απλούστατα τίποτε περισσότερο δεν λέγεται γι’ αυτήν.
Ρωσική αγιορειτική μονή μνημονεύεται και πάλι στα αγιορειτικά έγγραφα το έτος 1030, αλλά αυτή τη φορά με την ονομασία «τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου τοῦ Ξυλουργού». Προφανώς κάποιος από τους Ρώσους μοναχούς που κατοικούσαν στη μονή ήταν φημισμένος ξυλουργός και γι’ αυτό η μονή πήρε το όνομά της από αυτή την ιδιότητά του. Ποιές υπήρξαν οι σχέσεις της μονής αυτής με τη Ρωσία είναι εντελώς άγνωστο, πάντως δεν στερείται πιθανότητας η υπόθεση, ότι υπήρχαν μέσα σ’ αυτήν αρκετοί Ρώσοι μοναχοί και ότι την ενίσχυσε ο ηγεμόνας του Κιέβου Γιαροσλάβ, του οποίου άλλωστε το ενδιαφέρον για τα εκκλησιαστικά γενικώς πράγματα ήταν οπωσδήποτε γνωστό. Το έτος 1030 η Μονή Ξυλουργού αγόρασε το κελλί του Δημητρίου Χαλκέως, γεγονός το οποίο δηλώνει ότι αυτή ήταν οικονομικώς εύρωστη. Δεν είναι λοιπόν απίθανο η ρωσική μονή του Αγίου Όρους να είχε ήδη αρχίσει να λαμβάνει οικονομική βοήθεια από τη Ρωσία.      
Την άνοιξη του έτους 1043, με αφορμή τη δολοφονία ενός διακεκριμένου ρωσικού προσώπου στην Κωνσταντινούπολη, οι σχέσεις Ρωσίας και Βυζαντίου διακόπηκαν. Οι Ρώσοι επιτέθηκαν από τη θάλασσα εναντίον της Κωνσταντινουπόλεως, και έτσι άρχισαν εχθροπραξίες μεταξύ των δύο κρατών. Ο ρωσικός στόλος εμφανίστηκε στον Βόσπορο, με σκοπό να επιτεθεί στην πρωτεύουσα του βυζαντινού κράτους, αλλά νικήθηκε από τους Βυζαντινούς. Τελικά οι σχέσεις Βυζαντίου και Ρωσίας αποκαταστάθηκαν και πάλι γύρω στο έτος 1047, με την υπογραφή συμφώνου ειρήνης, έγιναν μάλιστα πολύ στενές μετά τη σύναψη γάμου μεταξύ του Βσέβολοντ, γιού του ηγεμόνα Γιαροσλάβ και της κόρης του Βυζαντινού αυτοκράτορα Κωνσταντίνου του Μονομάχου. Ο ρωσοβυζαντινός αυτός πόλεμος είχε αναπόφευκτα συνέπειες στη ζωή της ρωσικής μονής του Αγίου Όρους. Η εμφάνιση ρωσικού στόλου στα βυζαντινά χωρικά ύδατα θα επέτρεψε ίσως στους Αγιορείτες να σκεφθούν, ότι οι Ρώσοι επιδρομείς θα μπορούσαν να δημιουργήσουν προπύργιο στη ρωσική μονή του Αγίου Όρους, η οποία, όπως άλλωστε οι περισσότερες μονές της εποχής, ήταν κτισμένη σε σχήμα φρουρίου, με τείχος και πύργους. Αγιορειτική πράξη που χρονολογείται στο έτος 1048, δηλαδή ένα χρόνο μετά τη λήξη του πολέμου, υποχρέωνε τον ηγούμενο Γρηγόριο της Μονής Δομετίου να αποζημιώσει τη Μονή Ξυλουργού για τις καταστροφές που είχαν επιφέρει οι μοναχοί του στο επίνειο και τις λέμβους της ρωσικής μονής. Πρέπει να υποθέσουμε ότι οι καταστροφές έγιναν, για το λόγο που αναφέρθηκε, στη διάρκεια του ρωσοβυζαντινού πολέμου. Η υποχρέωση να αποζημιώσει το ρωσικό μοναστήρι επιβαλλόταν στον ηγούμενο Γρηγόριο σύμφωνα με αυτοκρατορικό πιττάκιο, το οποίο είχαν προκαλέσει οι μοναχοί της ρωσικής μονής και είχε σταλεί από τον αυτοκράτορα στον Πρώτο του Αγίου Όρους. Το γεγονός ότι οι Ρώσοι μοναχοί τόλμησαν να απευθυνθούν απευθείας στον αυτοκράτορα, ο οποίος, μόλις πριν από τρία χρόνια, τον Σεπτέμβριο του 1045, είχε επικυρώσει το αγιορειτικό Τυπικό, στο οποίο ρητώς αναφερόταν ότι απαγορεύεται στους μοναχούς του Αγίου Όρους να αποτείνονται στον αυτοκράτορα, για υποθέσεις που μπορούσαν να λυθούν από τις αγιορειτικές αρχές, δείχνει ότι οι ρωσοβυζαντινές σχέσεις διατηρούσαν τέτοιο χαρακτήρα που επέτρεπε στους Ρώσους μοναχούς να έχουν παρρησία ενώπιον του Βυζαντινού αυτοκράτορα.
Από όσα λέχθηκαν γίνεται φανερό ότι, όταν έφθασε στο Άγιον Όρος ο άγιος Αντώνιος, για τον οποίο έγινε λόγος, ο ρωσικός μοναχισμός είχε ήδη αποκτήσει εκεί κάποια παράδοση. Ερχόμενος ο άγιος Αντώνιος στον Άθω βρήκε ήδη οργανωμένη τη ρωσική μονή, στην οποία εγκαταβίωσε, αφού προηγουμένως θα επισκέφθηκε και άλλα καθιδρύματα, στα οποία ζούσαν Σλάβοι μοναχοί. Ο άγιος Αντώνιος υπήρξε ο περισσότερο διακεκριμένος για την οσιότητά του Ρώσος μοναχός την περίοδο αυτή. Η συμβολή του στην άνθηση του μοναχισμού στη Ρωσία υπήρξε ύψιστης σημασίας, αυτός δε ακριβώς ήταν ο λόγος για τον οποίο ο χρονικογράφος θεώρησε σκόπιμο να εξιστορήσει τα σχετικά με την επίσκεψή του στο Άγιον Όρος, διότι ο άγιος Αντώνιος μετέφερε στη Ρωσία το πρότυπο του μοναχισμού και την ευλογία του ιερού αυτού τόπου.
Από ένα έγγραφο του έτους 1142 πληροφορούμαστε ότι στη ρωσική μονή πραγματοποιήθηκε  σύναξη πολλών ηγουμένων μονών και μοναχών, οι οποίοι προέβησαν σε απογραφή των αντικειμένων της κινητής περιουσίας της μονής. Ο όγκος και ο μεγάλος αριθμός των αξιόλογων και μεγάλης αξίας αντικειμένων, τα οποία μάλιστα ήταν σχεδόν όλα ρωσικής προέλευσης, επιτρέπει να υποθέσει κανείς ότι η μονή είχε αρκετά μεγάλη μοναστική  αδελφότητα, με αξιόλογο αριθμό πατέρων. Ιδιαίτερη σημασία έχει η καταγραφή ρωσικών βιβλίων που υπήρχαν σ’ αυτήν, και τα οποία ήταν: Απόστολοι 5, Παρακλητικές 2, Οκτώηχοι 5, Ειρμολόγια 5, Συναξάρια 5, Μηναία 12, Πατερικά 2, Ψαλτήρια 5, έργα του αγίου Εφραίμ, Βίος αγίου Παγκρατίου, Ωρολόγια 5 και ένας Νομοκάνων, συνολικά 49 βιβλία. Η ύπαρξη τόσων χειρόγραφων σλαβικών βιβλίων στη μονή αποτελεί μαρτυρία και για αξιόλογο αριθμό μοναχών, αλλά και για το ότι μέσα σ’ αυτήν εκπονούνταν αντίγραφα και μεταφράσεις εκκλησιαστικών έργων από την ελληνική γλώσσα. Έτσι το έγγραφο του έτους 1142 αποτελεί έμμεση μαρτυρία για το ότι η ρωσική μονή την εποχή  εκείνη ήταν αξιόλογο πνευματικό κέντρο, από το οποίο προφανώς η Ρωσία εφοδιαζόταν ένα σημαντικό αριθμό από χειρόγραφα με μεταφράσεις ελληνικών κειμένων.
Η συνεχής αύξηση των μοναχών, οι οποίοι έρχονταν από τη Ρωσία, φαίνεται ότι δημιούργησε πρόβλημα χώρου διαβίωσής τους μέσα στη Μονή Ξυλουργού. Συντόμως ο ηγούμενος Παγκράτιος βρέθηκε στην ανάγκη να αναζητήσει έναν άλλο τόπο μέσα στο Άγιον Όρος, στον οποίο θα μπορούσε να μεταφερθεί μαζί με τους πολυπληθείς μοναχούς του. Αυτός ήταν ο λόγος για τον οποίο, στις 15 Αυγούστου 1169, ο Παγκράτιος παρουσιάστηκε στη Σύναξη του Αγίου Όρους και ζήτησε να δοθεί στους Ρώσους μια εγκαταλειμμένη και ερειπωμένη μονή για να μετοικήσει σ’ αυτήν μαζί με την αδελφότητά του. Η αγιορειτική Σύναξη εξέτασε το ζήτημα και τελικώς παραχώρησε στον ηγούμενο της ρωσικής μονής την άλλοτε ανθηρή Μονή του Θεσσαλονικέως, η οποία βρισκόταν ήδη σε κατάσταση ερείπωσης. Η μονή αυτή βρισκόταν ψηλά, στο βουνό, και είναι αυτή που σήμερα ονομάζεται Παλιομονάστηρο. Μέσα στη νέα μονή, η οποία επισκευάστηκε κατάλληλα, η ρωσική αδελφότητα συνέχισε τη ζωή της στο ρυθμό που τηρούσε και προηγουμένως.
Περί των Ρώσων Αγιορειτών κατά τη διάρκεια του 12ου και 13ου αιώνα υπάρχουν ειδήσεις από σλαβικές πηγές, από τις οποίες προκύπτει ότι η μονή τους ήταν καλά επανδρωμένη, διατηρούσε δε επαφές με τις σλαβικές χώρες. Γύρω στα τέλη του 12ου αιώνα βρισκόταν στη Σερβία ένας Ρώσος Αγιορείτης, ο οποίος, με το κήρυγμά του είλκυσε προς το μοναχισμό τον γιο του ηγεμόνα (κράλη-краль) της Σερβίας Στέφανο Νέμανια (Неманья), ο οποίος, με το όνομα Σάββας, που έλαβε ως μοναχός, αναδείχθηκε σε μεγάλο άγιο του σερβικού έθνους. Ο άγιος Σάββας ήρθε στο Άγιον Όρος γύρω στα 1192 και αρχικά κοινοβίασε στη ρωσική Μονή του Θεσσαλονικέως, η οποία τιμόταν ήδη στο όνομα του Αγίου Παντελεήμονος. Στη συνέχεια, μαζί με τον πατέρα του, ο οποίος επίσης ασπάστηκε το μοναχικό βίο, ίδρυσε το 1198 τη Μονή Χελανδαρίου. Την εποχή εκείνη οι Ρώσοι κατείχαν στο Άγιον Όρος την τρίτη θέση μεταξύ των εθνοτήτων που υπήρχαν εκεί, μετά τους Έλληνες και τους Ίβηρες.
Εάν οι Ρώσοι Αγιορείτες την εποχή εκείνη είχαν στενές σχέσεις με τους νότιους Σλάβους, με τους οποίους είχαν φυλετική και γλωσσική συγγένεια, ήταν φυσικό να έχουν σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό σχέσεις με την πατρίδα τους τη Ρωσία. Όπως έχει ήδη σημειωθεί, ο Άθως έγινε γνωστός στη Ρωσία πολύ σύντομα μετά τον εκχριστιανισμό της χώρας, οι δε περιοδείες των Ρώσων στους Αγίους Τόπους της Ανατολής, που άρχισαν από τον 11ο αιώνα, συντέλεσαν σε μεγάλο βαθμό στη γνωριμία τους με τον Άθω και τη δημιουργία σχέσεων με αυτόν. Τρία ήταν κυρίως τα πνευματικά κέντρα της Ορθοδοξίας, με τα οποία οι Ρώσοι επιδίωκαν να αναπτύξουν στενές επαφές, η Κωνσταντινούπολη, τα Ιεροσόλυμα και το Άγιον Όρος. Οι Ρώσοι στρέφονταν προς τα κέντρα αυτά επιθυμώντας να διδαχθούν από την πείρα των Ελλήνων μοναχών και να εφοδιαστούν με βιβλία, τα οποία θα συνέβαλλαν στην ανάπτυξη ρωσικής εκκλησιαστικής γραμματείας.
Γύρω στα μέσα του 13ου αιώνα το Άγιον Όρος είχε αποκτήσει στη Ρωσία τέτοιο κύρος, ώστε σε ορισμένες επισκοπές να προκρίνονται ως υποψήφιοι επίσκοποι κληρικοί οι οποίοι είχαν αγιορειτική προέλευση. Χαρακτηριστική περίπτωση προτίμησης Αγιορείτη για τον επισκοπικό θρόνο είναι εκείνη της επισκοπής της πόλης Βλαδίμηρο. Οι ηγεμόνες της Γαλικίας Δανιήλ και Βασίλειος Ρομάνοφ πέτυχαν να εκλεχθεί επίσκοπος Βλαδιμήρου ο Ρώσος Αγιορείτης Ιωάσαφ, όταν δε αυτός πέθανε τον διαδέχθηκε ο επίσης Αγιορείτης Βασίλειος. Την ίδια περίπου εποχή, στην επισκοπή Τσερνίγοβ (Чернигов) εκλέχθηκε επίσκοπος ο Αγιορείτης μοναχός Ευφρόσυνος, ο οποίος μάλιστα, σύμφωνα με κάποια παράδοση, μετέφερε από τον Άθω στη Ρωσία την περίφημη εικόνα της Παναγίας Οδηγήτριας.
Η φήμη των Αγίων Τόπων και του Άθω είχε επεκταθεί μέχρι και αυτή τη βορειοδυτική Ρωσία, όπως μπορούμε να συμπεράνουμε από το εξής περιστατικό. O γιος του ηγεμόνα της ειδωλολατρικής Λιθουανίας, ο οποίος λεγόταν Βόϊσελγκ (Войшелг), είχε κατηχηθεί στην ορθόδοξη πίστη, πιθανότατα από Ρώσους που είχαν έρθει στη χώρα του. Οι νέες θρησκευτικές πεποιθήσεις τού υπαγόρευσαν να εγκαταλείψει το 1265 την πατρίδα του και να μεταβεί στις βυζαντινές χώρες, την πηγή της Ορθοδοξίας, προκειμένου να δεχθεί το ορθόδοξο βάπτισμα. Αρχικώς αυτός κατευθύνθηκε στη Μονή Σινά, όπου συμπληρώθηκε η κατήχησή του και έγινε δεκτός στο βάπτισμα, ύστερα όμως μετέβη στο Άγιον Όρος, και εκεί εκάρη μοναχός και έζησε επί τρία ολόκληρα χρόνια. Στη συνέχεια επέστρεψε στην πατρίδα του και έγινε ένθερμος κήρυκας της ορθόδοξης πίστης, συνάντησε όμως την αντίδραση του πατέρα του Μίντοβγκ (Миндовг) και γι’ αυτό εγκαταστάθηκε σε τόπο στον οποίο ζούσαν χριστιανοί, όπου και ίδρυσε μοναστήρι, μεταλαμπαδεύοντας έτσι τον ορθόδοξο μοναχισμό, όπως τον γνώρισε στο Σινά, προπαντός όμως στο Άγιον Όρος, εκεί δηλαδή όπου είχε λάβει το μοναχικό σχήμα.
Κοντά στην πόλη Βλαδίμηρο της δυτικής Ρωσίας υπήρχε μονή, η οποία ονομαζόταν «Αγιορειτική μονή» (Святогорский монастырь) και διατηρούσε στενές σχέσεις με τη Σπηλαιωτική Λαύρα του Κιέβου. Είναι προφανές ότι η μονή εκείνη έλαβε την ονομασία «αγιορειτική» λόγω των επαφών που θα είχε με το Άγιον Όρος. Αλλά και η Σπηλαιωτική Λαύρα, η οποία υπήρξε το σπουδαιότερο μοναστήρι της ρωσικής γης στους αρχαίους χρόνους, διατηρούσε στενότατες σχέσεις με το Άγιον Όρος γενικώς, ασφαλώς δε ειδικότερα, όπως πρέπει να υποθέσουμε, θα είχε δημιουργήσει δεσμούς με την εκεί ρωσική μονή από την εποχή που αυτή ιδρύθηκε. Οι σχέσεις της δυτικής Ρωσίας με τον Άγιον Όρος, οι οποίες είχαν αναπτυχθεί σε μεγάλο βαθμό, δοκίμασαν μία μεγάλη κρίση όταν, μεταξύ των ετών 1237 και 1240, πραγματοποιήθηκε η επέλαση των Τατάρων στο Κράτος του Κιέβου, το οποίο τελικώς και κατέλυσαν, γεγονός που είχε ως αποτέλεσμα να διακοπεί η οικονομική ενίσχυση την οποία αυτό παρείχε στη ρωσική μονή. Έτσι η μονή αυτή εισήλθε σε μακρά περίοδο φτώχειας και μεγάλης ανέχειας. Αλλά και η συνέχεια στην ιστορία του Βυζαντίου και των βαλκανικών σλαβικών κρατών κατά τον 13ο, 14ο και 15ο αιώνα, με τις επιδρομές των Φράγκων, Καταλανών και τελικά την τουρκική κατάκτηση του Βυζαντίου, της Βουλγαρίας και της Σερβίας, δημιούργησε πάρα πολύ δυσμενείς όρους για την επικοινωνία των Ρώσων με το Άγιον Όρος και ιδιαιτέρως με την εκεί μονή τους.  Ιδιαίτερη βλάβη από τις επιθέσεις των Καταλανών υπέστη η ρωσική μονή το έτος 1309, όταν αυτοί την πυρπόλησαν, με αποτέλεσμα να καούν όλοι οι θησαυροί της, τα χειρόγραφα και τα πολύτιμα έγγραφα που διασώζονταν σ’ αυτήν. Από τη φωτιά γλύτωσε μόνο ο πύργος της μονής. Με την απώλεια αυτή έχασε η μονή και τα αποδεικτικά έγγραφα για τα περιουσιακά της στοιχεία. Σε αναπλήρωση αυτών των απωλειών, τον Σεπτέμβριο του 1312 ο αυτοκράτορας Ανδρόνικος Β΄ ο Παλαιολόγος απέλυσε χρυσόβουλλο με το οποίο επικύρωνε τα κυριαρχικά δικαιώματα της «σεβασμίας των Ρώσων Μονής» σε κτήματά της στη Θεσσαλονίκη, την Καλαμαριά και τη Χαλκιδική.

3. Διαπρεπείς Ρώσοι μοναχοί στον Άθω τον 14ο και 15ο αιώνα
Παρά τις πολύ δυσμενείς συνθήκες που αναφέρθηκαν και τη διακοπή οικονομικής ενίσχυσης που ερχόταν από τη Ρωσία, οι επισκέψεις Ρώσων στο Άγιον Όρος δεν έπαψαν εντελώς. Είναι γεγονός ότι κατά τον 14ο αιώνα στη ρωσική μονή εγκαταβίωσαν και Σέρβοι μοναχοί. Ωστόσο το Άγιον Όρος συνέχιζε να γίνεται όλο και πιο γνωστό στη Ρωσία χάρη στους Ρώσους περιηγητές, οι οποίοι κατά καιρούς το επισκέπτονταν. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν όσα έχει γράψει για το Άγιον Όρος ο αρχιμανδρίτης Δοσίθεος, της σπηλαιωτικής Μονής της Αναλήψεως του Κάτω Νόβγκοροντ (Нижный Новгород), ο οποίος πραγματοποίησε επίσκεψη στον Άθω στα τέλη του 14ου με αρχές του 15ου αιώνα, παρέμεινε μάλιστα εκεί για αρκετό διάστημα. Από την παραμονή του στο Άγιον Όρος άφησε ο Δοσίθεος δύο συγγραφές, οι οποίες παρουσιάζουν μεγάλο ενδιαφέρον για την πνευματική ιστορία του ιερού τόπου, αλλά και για τα διδάγματα που έπαιρνε από αυτόν η Ρωσία. Η μία από αυτές επιγράφεται Τυπικό (Устав) και η άλλη Κανών (Чин). Σ’ αυτές περιγράφονται πτυχές της πνευματικής ζωής των Αγιορειτών πατέρων, ιδιαιτέρως μάλιστα των κελλιωτών και ησυχαστών. Σε μία από αυτές, η οποία αποτελεί απάντηση σε ερωτήματα που είχε θέσει στον Δοσίθεο ένας ηγούμενος ρωσικής μονής, λέγεται το εξής: «Οι υποτακτικοί στον Άθω ζουν κατά το θέλημα και την ευλογία των γερόντων. Όσοι αδελφοί ζουν σε δικά τους κελλιά, τηρούν σε όλη τους τη ζωή τον ίδιο κανόνα, διαβάζοντας καθημερινώς το μισό του Ψαλτηρίου και λέγοντας εξακόσιες φορές την ευχή: “Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ Θεού, ελέησόν με”. Εάν δε κάποιος επιθυμεί να υπερβεί [τον κανόνα] απόκειται στο θέλημά του. Εκτός από αυτά εκτελούν από τριακόσιες έως πεντακόσιες μετάνοιες. Επιπροσθέτως όμως, σε κάθε στιγμή, είτε κάθονται είτε περπατούν, είναι ξαπλωμένοι ή κάνουν εργόχειρο, αδιαλείπτως επαναλαμβάνουν με τη γλώσσα και την καρδιακή αναπνοή: “Κύριε Ιησού Χριστέ”. Σε όσους δεν γνωρίζουν γράμματα [έχει οριστεί], εκτός από τις μετάνοιες, κατά το εκκλησιαστικό τυπικό, να εκτελούν ανά επτά χιλιάδες φορές την ευχή του Ιησού. Για τους αδυνάτους είναι ευκολότερος ο κανόνας. Για τους πρεσβύτερους [έχει οριστεί να ενδιατρίβουν] στην ευχή του Ιησού και να κάνουν μετάνοιες κατά δύναμη. Οι Αγιορείτες, με τη χάρη του Θεού, επιμελώς τηρούν και αγαπούν τη σιωπή, αποφεύγουν δε την τύρβη και το θόρυβο, τις φιλίες και τις κοσμικές συζητήσεις. Και για χάρη του Θεού, πείτε τα αυτά και στους υπόλοιπους αδελφούς, εάν κάποιος ρωτήσει· ότι οι άγιοι πατέρες στη Ρωσία συνηθίζουν να διαβάζουν ολόκληρο τον Ψαλτήρα τη Μεγάλη Τεσσαρακοστή και στις άλλες νηστείες, ενώ όταν δεν υπάρχει νηστεία δεν διαβάζουν ούτε έναν Ψαλμό. Οι Αγιορείτες όμως δεν κάνουν έτσι· αυτοί τηρούν τον κανόνα σε ολόκληρη τη ζωή τους. Κάθε αδελφός ενδείκνυται να έχει στο κελλί του εικονοστάσι ή σταυρό, και μπροστά από αυτά να εκτελεί τον καθιερωμένο κανόνα. Αυτός που δεν μπορεί να διαβάσει οφείλει να υπηρετεί με τη χειρωνακτική εργασία, με υποταγή στην ακολουθία και με αποκοπή της βούλησης».
Με τις πληροφορίες του αυτές ο Δοσίθεος παρουσίαζε στους μοναχούς της Ρωσίας ένα υπόδειγμα μοναχικής ζωής, έτσι όπως αυτό είχε διαμορφωθεί στο κατεξοχήν πνευματικό κέντρο του ορθοδόξου μοναχισμού την εποχή εκείνη. Μέσα από αυτές τις πληροφορίες το Άγιον Όρος παρέμενε ένας διδάσκαλος πνευματικότητας και ασκητισμού για τη Ρωσία. Μολονότι ο Δοσίθεος περιγράφει πτυχές της πνευματικής ζωής των πατέρων του Άθω, εντούτοις δεν μνημονεύει καθόλου κάποια παρουσία Ρώσων μοναχών εκεί, ούτε και αναφέρει ύπαρξη ρωσικής μονής. Οπωσδήποτε αυτή η σιγή του δεν σημαίνει ότι δεν υπήρχε ρωσική μονή, αλλά απλώς ότι αυτό δεν ήταν στις προθέσεις του, να αναφερθεί δηλαδή σ’ αυτήν. Εκτός από την αδιαμφισβήτητη αυτή πραγματικότητα, πρέπει να δεχθούμε ακόμη ότι οι Ρώσοι μοναχοί στον Άθω, κατά τη διάρκεια των ησυχαστικών ερίδων του 14ου αιώνα, όσοι και αν ήταν εκεί, τάσσονταν οπωσδήποτε με το μέρος των Ησυχαστών πατέρων, κορυφαίοι των οποίων ήταν οι άγιοι Γρηγόριος Σιναΐτης, Γρηγόριος Παλαμάς, Φιλόθεος Κόκκινος, καθώς και άλλοι, οι οποίοι είχαν διατελέσει επίσης μοναχοί στο Άγιον Όρος.
Στη διάρκεια του 15ου αιώνα ήταν αρκετοί οι Ρώσοι που επισκέφθηκαν το Άγιον Όρος ή έζησαν εκεί για κάποιο χρονικό διάστημα. Αυτοί βεβαίως μετέφεραν στη Ρωσία πληροφορίες σχετικές με τα μοναστήρια και τη ζωή των μοναχών του Αγίου Όρους, με τις οποίες εμπλουτίζονταν οι γνώσεις των συμπατριωτών τους για την ιερή χερσόνησο. Στους ανθρώπους αυτούς οφειλόταν μία προέκταση της αθωνικής μοναστικής παράδοσης στη Ρωσία. Μέσα στη συνάφεια αυτή άξια ιδιαίτερης προσοχής υπήρξε η περίπτωση του αγίου μοναχού Νείλου Σόρσκυ (1433-1508), ο οποίος έμεινε στην ιστορία του ρωσικού μοναχισμού ως μία από τις επιφανέστερες μορφές του και καθιέρωσε μία παράδοση η οποία είχε συνέχεια στην πνευματική ζωή της χώρας του. Δυστυχώς για τη ζωή του Νείλου πολύ λίγα είναι γνωστά, διότι οι σχετικές βιογραφικές πηγές γι’ αυτόν έχουν χαθεί. Γνωρίζουμε απλώς ότι καταγόταν από τη Μόσχα και το οικογενειακό του όνομα ήταν Μάϊκοφ (Майков). Η οικογένειά του είχε ευγενή καταγωγή και ο ίδιος από μικρός ασχολείτο με την αντιγραφή βιβλίων, είναι δε φανερό ότι είχε μάθει και την ελληνική γλώσσα. 
Ο Νείλος αρχικώς εγκαταβίωσε στη Μονή του Αγίου Κυρίλλου στην περιοχή της Λευκής Λίμνης της βόρειας Ρωσίας (Кирилло-Белозерский монастырь), στη συνέχεια δε, συνοδευόμενος από τον μαθητή του Ιννοκέντιο Οχλιάμπιν, ήρθε στο Άγιον Όρος. Πόσο διάστημα έμεινε εδώ δεν είναι γνωστό, πάντως αυτό πρέπει να ήταν αρκετά μεγάλο, όπως αποδεικνύεται και από τη μοναστική πρακτική που δημιούργησε, αλλά και από το συγγραφικό έργο το οποίο άφησε, έχοντας και αυτό ως βάση την αγιορειτική παράδοση. Έχει υπολογιστεί ότι παρέμεινε στο Άγιον Όρος περίπου μία δεκαετία. Προφανώς στον Άθω ο Νείλος δεν έζησε σε μοναστήρι, αλλά επέλεξε τον ερημιτικό βίο, σε σκήτη ή σε κάποιο κελλί, διότι σε ένα τέτοιο συμπέρασμα οδηγεί το ίδιο το συγγραφικό του έργο. Εκτός από τρεις επιστολές και τη Διαθήκη του, ο Νείλος κατέλιπε τρία αξιόλογα έργα, την Υποθήκη προς τους οικείους μαθητές, το Σκητιωτικό τυπικό και το Συνοδικό βίων Ελλήνων αγίων. Στο πρώτο από τα έργα αυτά παρέχονται οδηγίες για έναν πολύ αυστηρό μοναχικό βίο, ο οποίος θα βασίζεται στις παραδόσεις μεγάλων πατέρων της Εκκλησίας. Εδώ κηρύσσεται η πλήρης ακτημοσύνη, η υπακοή και η αποκοπή του ιδίου θελήματος. Το Σκητιωτικό τυπικό είναι έργο με καθαρώς ησυχαστικές αρχές, με οδηγίες για την τήρηση του νου και την πρακτική της νοεράς προσευχής, έτσι όπως την είχαν διδάξει οι πατέρες της Εκκλησίας και την ασκούσαν οι Αθωνίτες μοναχοί. Γενικώς ο Νείλος προέβαλλε τις αρετές του αναχωρητικού βίου, τη συνοίκηση ελάχιστων μοναχών σε έρημο τόπο και την άσκηση, τα πνευματικά προβλήματα αυτού του βίου, οι πειρασμοί και η αντίσταση σ’ αυτούς και η απάρνηση των υλικών αγαθών. Το τρίτο έργο του είναι μία συλλογή βίων αγίων, μεγάλων ασκητών, μεταξύ των οποίων και των Αθωνιτών αγίων Πέτρου και Αθανασίου, του ιδρυτή του κοινοβίου της Λαύρας. Γενικώς ο Νείλος δημιούργησε στη Ρωσία μία σχολή με ησυχαστικά και αθωνικά πρότυπα, η οποία ήταν κατά της κατοχής χωριών και κτηματικής περιουσίας των μοναστηριών, όπως επίσης και κατά της σε θάνατο καταδίκης των αιρετικών. Αργότερα με τους πνευματικούς διαδόχους του Νείλου, που ακολουθούσαν τις ίδιες κατευθύνσεις, ήρθε σε επαφή και τους βρήκε συμπαραστάτες στις εναντίον του κατηγορίες ο διαπρεπής Αθωνίτης Μάξιμος ο Γραικός (1470-1556), μοναχός της Μονής Βατοπαιδίου, ο οποίος ζούσε στη Ρωσία. Στον ίδιο κύκλο ανήκε και ο Ρώσος ιεροδιάκονος Δαμασκηνός, ο οποίος επισκέφθηκε το Άγιον Όρος στα τέλη του 17ου με αρχές 18ου αιώνα, και συνέγραψε ένα πόνημα στο οποίο παραλλήλιζε την αυστηρή σε πραδόσεις ρωσική Μονή Σολόβκι με το μοναχισμό του Αγίου Όρους. Στο πόνημα αυτό, ο Δαμασκηνός έγραφε: «Στο όρος Άθω υπάρχει ο τέλειος μοναχισμός… εκεί είναι η τέλεια παράδοση και οι [πνευματικοί] γέροντες… διότι το όρος Άθω είναι η μοναστική πρωτεύουσα, η αρχή και το θεμέλιο, η ρίζα και η πηγή του μοναχισμού, τόσο κατά την εσωτερικότητα όσο και κατά την εξωτερικότητα».
Είναι άξιο προσοχής το γεγονός ότι ο Νείλος δεν έκανε λόγο περί Ρώσων μοναχών στο Άγιον Όρος. Την εποχή που αυτός επισκέφθηκε τον Άθω η ρωσική μονή κατοικείτο μάλλον από Σέρβους μοναχούς, γεγονός που μαρτυρείται από τις προσφορές προς αυτήν των Σέρβων ηγεμόνων σε όλη τη διάρκεια του 14ου και μέχρι τις αρχές του 15ου αιώνα. Είναι γνωστό ότι κατά καιρούς εκπρόσωποι της Μονής επισκέπτονταν τη Ρωσία και λάμβαναν οικονομική βοήθεια από τους μεγάλους ηγεμόνες της Μόσχας και αργότερα τους τσάρους της Ρωσίας, εφόσον εμφανίζονταν ως μοναχοί της «μονής των Ρώσων», διότι η Μονή του Αγίου Παντελεήμονος συνέχιζε πάντοτε να θεωρείται των Ρώσων. Τον 17ο αιώνα η μονή πέρασε σε μεγάλη ανέχεια, σε σημείο να αναγκαστεί να πουλήσει κτήματά της. Σε ελληνικό μάλιστα έγγραφο του 1693 διαβάζουμε: «εὑρίσκεται τὸ μοναστήριον τῶν ῾Ρωσῶν ἔρημον». Ο Ουκρανός περιηγητής και στη συνέχεια μοναχός Βασίλειος Γκρηγκορόβιτς-Μπάρσκυ (1701-1747) επισκέφθηκε το Άγιον Όρος δύο φορές, το 1725-26 και το 1744, και άφησε δύο πολύ μεγάλης ιστορικής αξίας περιγραφές για τα μοναστήρια, τους μοναχούς και τα κειμήλια των μονών. Το 1726 στη Μονή του Αγίου Παντελέημονος ο Μπάρσκυ βρήκε μόνο δύο Βουλγάρους και δύο Ρώσους μοναχούς, ενώ το 1744 αναφέρει ότι στο μοναστήρι εγκαταβίωναν γύρω στους δώδεκα Έλληνες μοναχοί και κανένας Ρώσος. Έτσι βλέπουμε τη ρωσική μονή να μην έχει πια Ρώσους μοναχούς, αλλά στη συνέχεια και να σβήνει οριστικά περί τα τέλη του 18ου αιώνα, ύστερα από πυρκαγιά, της οποίας τα αίτια παραμένουν αδιευκρίνιστα. Το 1803 αναβίωσε η Μονή Ρωσικού στην παραλία του Αγίου Όρους, στο πρώην επίνειό της,<